ΒΑΡΟΥΧ

 

ΒΑΡΟΥΧ 1

 

Βαρ. 1,1            Καὶ οὗτοι οἱ λόγοι τοῦ βιβλίου, οὓς ἔγραψε Βαροὺχ υἱὸς Νηρίου, υἱοῦ Μαασαίου, υἱοῦ Σεδεκίου, υἱοῦ Ἀσαδίου, υἱοῦ Χελκίου, ἐν Βαβυλῶνι,

Βαρ. 1,1                     Αυτοί, είναι οι λόγοι του βιβλίου, τους οποίους έγραψεν ο Βαρούχ, υιός του Νηρίου, υιού του Μαασαίου, υιού του Σεδεκίου, υιού του Ασαδίου, υιού του Χελκίου εις την Βαβυλώνα,

Βαρ. 1,2            ἐν τῷ ἔτει τῷ πέμπτῳ, ἐν ἑβδόμῃ τοῦ μηνός, ἐν τῷ καιρῷ, ᾧ ἔλαβον οἱ Χαλδαῖοι τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐνέπρησαν αὐτὴν ἐν πυρί.

Βαρ. 1,2                     κατά το πέμπτον έτος, την εβδόμην ημέραν του μηνός, κατά την εποχήν κατά την οποίαν οι Χαλδαιοι εκυρίευσαν την Ιερουσαλήμ και την είχαν παραδώσει στο πυρ.

Βαρ. 1,3            καὶ ἀνέγνω Βαροὺχ τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τούτου ἐν ὠσὶν Ἰεχονίου, υἱοῦ Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐν ὠσὶ παντὸς τοῦ λαοῦ τῶν ἐρχομένων πρὸς τὴν βίβλον

Βαρ. 1,3                     Ο Βαρούχ ανέγνωσε τους λόγους του βιβλίου τούτου εις επήκοον του 'Ιεχονιου, υιού του Ιωακείμ, βασιλέως του Ιούδα, και εις επήκοον παντός του λαού, όλων εκείνων οι οποίοι είχον έλθει, δια να ακούσουν το βιβλίον τούτο.

Βαρ. 1,4            καὶ ἐν ὠσὶ τῶν δυνατῶν καὶ υἱῶν τῶν βασιλέων καὶ ἐν ὠσὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἐν ὠσὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, πάντων τῶν κατοικούντων ἐν Βαβυλῶνι ἐπὶ ποταμοῦ Σούδ.

Βαρ. 1,4                     Ανεγνώσθη επίσης το βιβλίον αυτό εις επήκοον των επισήμων Ιουδαίων, των πριγκήπων και των καταγομένων από βασιλικόν γένος, των πρεσβυτέρων, και εις επήκοον όλου του λαού από μικρού έως μεγάλου· εις επήκοον δηλαδή όλων των Ιουδαίων, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Βαβυλώνα πλησίον του ποταμού Σούδ.

Βαρ. 1,5            καὶ ἔκλαιον καὶ ἐνήστευον καὶ ηὔχοντο ἐναντίον Κυρίου

Βαρ. 1,5                     Εκεί οι Ιουδαίοι έκλαιαν, ενήστευαν και προσηύχοντο προς τον Κυριον.

Βαρ. 1,6            καὶ συνήγαγον ἀργύριον, καθὰ ἑκάστου ἠδύνατο ἡ χείρ,

Βαρ. 1,6                     Από έρανον δε μεταξύ των συνεκέντρωσαν αργύριον, όσον ημπορούσεν ο καθένας από αυτούς να εισφέρη.

Βαρ. 1,7            καὶ ἀπέστειλαν εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς Ἰωακεὶμ υἱὸν Χελκίου, υἱοῦ Σαλώμ, τὸν ἱερέα, καὶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ πρὸς πάντα τὸν λαόν, τοὺς εὑρεθέντας μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ

Βαρ. 1,7                     Εστειλαν κατόπιν αυτό εις την Ιερουσαλήμ προς τον αρχιερέα Ιωακείμ, υιόν του Χελκίου, υιού του Σαλώμ, και προς τους άλλους ιερείς και προς όλον τον λαόν, προς αυτούς, οι οποίοι ευρίσκοντο ακόμη μαζή με τον αρχιερέα εις την Ιερουσαλήμ.

Βαρ. 1,8            ἐν τῷ λαβεῖν αὐτὸν τὰ σκεύη οἴκου Κυρίου, τὰ ἐξενεχθέντα ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀποστρέψαι εἰς γῆν Ἰούδα, τῇ δεκάτῃ τοῦ Σειουάν, σκεύη ἀργυρᾶ, ἃ ἐποίησε Σεδεκίας υἱὸς Ἰωσία βασιλεὺς Ἰούδα

Βαρ. 1,8                     Αυτό έγινεν, όταν ο Βαρούχ επήρε τα σκεύη του ναού του Κυρίου, τα οποία άλλοτε είχαν αφαιρεθή από τον ναόν, δια να τα επαναφέρη εις την Ιουδαίαν κατά την δεκάτην του μηνός Σειουάν. Τα ιερά αυτά αργυρά σκεύη είχαν κατασκευασθή κατά διαταγήν του Σεδεκίου, βασιλέως της Ιουδαίας, υιού του Ιωσία,

Βαρ. 1,9            μετὰ τὸ ἀποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς δεσμώτας καὶ τοὺς δυνατοὺς καὶ τὸν λαὸν τῆς γῆς ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα·

Βαρ. 1,9                     μετά τον αποικισμόν υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαδυλώνος, του Ιεχονίου και των Ιουδαίων αρχόντων, των δεσμίων αυτών αιχμαλώτων, των άλλων επισήμων Ιουδαίων και του υπολοίπου λαού της χώρας, οι οποίοι ωδηγήθησαν από την Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα.

Βαρ. 1,10           καὶ εἶπαν· ἰδοὺ ἀπεστείλαμεν πρὸς ὑμᾶς ἀργύριον, καὶ ἀγοράσατε τοῦ ἀργυρίου ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας καὶ λίβανον καὶ ποιήσατε μάννα καὶ ἀνοίσατε ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν

Βαρ. 1,10                   Οι Ιουδαίοι της Βαβυλώνος έγραψαν επιστολήν και είπαν· Ιδού στέλλομεν προς σας αυτό το αργύριον. Αγοράσατε έε αυτό εκλεκτά ζώα, δπως ορίζει ο Νομος, δια να προσφέρετε ολοκαυτώματα και εξιλαστηρίους θυσίας δια τας αμαρτίας μας και λίβανον. Καμετε προσφοράς και προσφέρατε στο θυσιαστήριον Κυρίου του Θεού μας.

Βαρ. 1,11           καὶ προσεύξασθε περὶ τῆς ζωῆς Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος καὶ εἰς ζωὴν Βαλτάσαρ υἱοῦ αὐτοῦ, ἵνα ὦσιν αἱ ἡμέραι αὐτῶν ὡς αἱ ἡμέραι τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.

Βαρ. 1,11                    Προσευχηθήτε υπέρ της ζωής του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος και της ζωής Βαλτάσαρ του υιού του, δια να είναι αι ημέραι αυτών, όπως είναι αι ημέραι του ουρανού επί της γης.

Βαρ. 1,12           καὶ δώσει Κύριος ἰσχὺν ἡμῖν καὶ φωτίσει τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν, καὶ ζησόμεθα ὑπὸ τὴν σκιὰν Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος καὶ ὑπὸ τὴν σκιὰν Βαλτάσαρ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ δουλεύσομεν αὐτοῖς ἡμέρας πολλὰς καὶ εὑρήσομεν χάριν ἐναντίον αὐτῶν.

Βαρ. 1,12                   Ο δε Κυριος θα δώση εις ημάς δύναμιν και θα φωτίση τους οφθαλμούς μας, ώστε να ζήσωμεν υπό την σκέπην του Ναβουχοδονόσορος βασιλέως της Βαβυλώνος και υπό την σκέπην του υιού αυτού Βαλτάσαρ. Να τους υπηρετήσωμεν ως δούλοι επί πολύν χρόνον και να έχωμεν την ευμένειαν των.

Βαρ. 1,13           καὶ προσεύξασθε περὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ὅτι ἡμάρτομεν τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν, καὶ οὐκ ἀπέστρεψεν ὁ θυμὸς Κυρίου καὶ ἡ ὀργὴ αὐτοῦ ἀφ᾿ ἡμῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Βαρ. 1,13                   Προσευχηθήτε επίσης και υπέρ ημών προς Κυριον τον Θεόν μας, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον Κυρίου του Θεο μας, ο δε θυμός και η οργή του δεν απεμακρύνθη από ημάς μέχρι της ημέρας αυτής.

Βαρ. 1,14           καὶ ἀναγνώσεσθε τὸ βιβλίον τοῦτο, ὃ ἀπεστείλαμεν πρὸς ὑμᾶς, ἐξαγορεῦσαι ἐν οἴκῳ Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς καὶ ἐν ἡμέραις καιροῦ,

Βαρ. 1,14                   Να αναγνώσετε επίσης το βιβλίον τούτο, το οποίον σας στέλλομεν, και να κάμετε δημοσίαν εξαγόρευσιν στον ναόν του Κυρίου κατά την ημέραν της εορτής, κατά τας ημέρας της συγκεντρώσεως

Βαρ. 1,15           καὶ ἐρεῖτε· Τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν ἡ δικαιοσύνη, ἡμῖν δὲ αἰσχύνη τῶν προσώπων ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, ἀνθρώπῳ Ἰούδα καὶ τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ

Βαρ. 1,15                   και θα πήτε· Εις τον Κυριον τον Θεόν μας ανήκει και υπάρχει η δικαιοσύνη, εις ημάς δε η εντροπή των προσώπων μας, όπως βλέπομεν κατά την ημέραν αυτήν. Η αισχύνη αυτή ανήκει εις κάθε άνθρωπον της Ιουδαίας και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ,

Βαρ. 1,16           καὶ τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ τοῖς ἄρχουσιν ἡμῶν καὶ τοῖς ἱερεῦσιν ἡμῶν καὶ τοῖς προφήταις ἡμῶν καὶ τοῖς πατράσιν ἡμῶν,

Βαρ. 1,16                   στους βασιλείς μας και στους άρχοντας μας, στους ιερείς μας και στους προφήτας μας και στους πατέρας μας,

Βαρ. 1,17           ὧν ἡμάρτομεν ἔναντι Κυρίου

Βαρ. 1,17                   διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον του Κυρίου.

Βαρ. 1,18           καὶ ἠπειθήσαμεν αὐτῷ καὶ οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν πορεύεσθαι τοῖς προστάγμασι Κυρίου, οἷς ἔδωκε κατὰ πρόσωπον ἡμῶν.

Βαρ. 1,18                   Εφάνημεν απειθείς εις αυτόν και δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού μας, να ζήσωμεν και να πορευθώμεν σύμφωνα με τα προστάγματα του Κυρίου, τα οποία έδοκεν ενώπιον μας.

Βαρ. 1,19           ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐξήγαγε Κύριος τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης ἤμεθα ἀπειθοῦντες πρὸς Κύριον Θεὸν ἡμῶν καὶ ἐσχεδιάζομεν πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ.

Βαρ. 1,19                   Από την ημέραν, που ο Κυριος έβγαλεν ελευθέρους τους πατέρας μας από την χώραν της Αιγύπτου μέχρι της ημέρας αυτής, υπήρξαμεν εν συνεχεία απειθείς προς Κυριον τον Θεόν μας, εσκεπτόμεθα και κατεστρώναμεν σχέδια, να μη υπακούσωμεν εις την φωνήν του Κυρίου.

Βαρ. 1,20           καὶ ἐκολλήθη εἰς ἡμᾶς τὰ κακὰ καὶ ἡ ἀρά, ἣν συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ παιδὶ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐξήγαγε τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου δοῦναι ἡμῖν γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.

Βαρ. 1,20                  Εξ αιτίας αυτών εκολλήθησαν επάνω μας αι συμφοραί και η κατάρα, όπως είχεν ορίσει ο Κυριος στον δούλον του τον Μωϋσέα κατά την ημέραν, κατά την οποίαν εβγαλεν ελευθέρους τους πατέρας μας από την χώραν της Αιγύπτου, δια να δώση εις ημάς γην ρέουσαν γάλα και μέλι, όπως βλέπομεν κατά την ημέραν αυτήν.

Βαρ. 1,21           καὶ οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατὰ πάντας τοὺς λόγους τῶν προφητῶν, ὧν ἀπέστειλε πρὸς ἡμᾶς,

Βαρ. 1,21                   Δεν υπηκούσαμεν εις την εντολήν του Κυρίου και Θεού μας, σύμφωνα και με όλους τους λόγους των προφητών, τους οποίους εκείνος έστειλε προς ημάς.

Βαρ. 1,22           καὶ ᾠχόμεθα ἕκαστος ἐν διανοίᾳ καρδίας αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς ἐργάζεσθαι θεοῖς ἑτέροις, ποιῆσαι τὰ κακὰ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν.

Βαρ. 1,22                  Απεμακρύνθημεν ο καθένας από τον Θεόν, σύμφωνα με τας πονηράς επιθυμίας της διεφθαρμένης του καρδίας, δια να λατρεύσωμεν ξένους θεούς και να διαπράξωμεν τα κακά ενώπιον των οφθαλμών Κυρίου του Θεού μας.

 

 

ΒΑΡΟΥΧ 2

 

Βαρ. 2,1            Καὶ ἔστησε Κύριος τὸν λόγον αὐτοῦ, ὃν ἐλάλησεν ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τοὺς δικαστὰς ἡμῶν τοὺς δικάσαντας τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς ἡμῶν, καὶ ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἡμῶν καὶ ἐπὶ ἄνθρωπον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα,

Βαρ. 2,1                     Εξεπλήρωσεν ο Κυριος και τούτον τον λόγον του, τον οποίον είπεν εναντίον μας και εναντίον των δικαστών μας, που εδίκαζον τον ισραηλιτικόν λαόν, και εναντίον των βασιλέων μας και εναντίον των αρχόντων μας και εναντίον όλων των Ισραηλιτών και των Ιουδαίων·

Βαρ. 2,2            τοῦ ἀγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς κακὰ μεγάλα, ἃ οὐκ ἐποίησεν ὑποκάτω παντὸς τοῦ οὐρανοῦ καθὰ ἐποιήθη ἐν Ἱερουσαλήμ, κατὰ τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωυσῆ,

Βαρ. 2,2                    να επιφέρη εναντίον μας μεγάλας τιμωρίας και συμφοράς, όσας δεν έκαμε κανένας άλλος κάτω από τον ουρανόν εναντίον άλλου λαού, ωσάν αυτάς που συνέβησαν εις την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με όσα ο Μωϋσής είχε γράψει στον Νομον δια τας τιμωρίας των παρανόμων και των αποστατών,

Βαρ. 2,3            τοῦ φαγεῖν ἡμᾶς ἄνθρωπον σάρκας υἱοῦ αὐτοῦ καὶ ἄνθρωπον σάρκας θυγατρὸς αὐτοῦ.

Βαρ. 2,3                    ώστε να ευρεθούν άνθρωποι μεταξύ μας, να φάγουν ο ενας τας σάρκας του υιού του και άλλος τας σάρκας της θυγατρός του!

Βαρ. 2,4            καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς ὑποχειρίους πάσαις ταῖς βασιλείαις ταῖς κύκλῳ ἡμῶν εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς ἄβατον ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς τοῖς κύκλῳ, οὗ διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐκεῖ.

Βαρ. 2,4                    Παρέδωκε τους Ισραηλίτας ο Κυριος υποχειρίους εις όλα τα βασίλεια τα κυκλω, ώστε να γίνωμεν αντικείμενον ονειδισμού, έρημοι και καταφρονημένοι μεταξύ όλων των κύκλω λαών, όπου ο Κυριος τους διεσκόρπισε.

Βαρ. 2,5            καὶ ἐγενήθησαν ὑποκάτω καὶ οὐκ ἐπάνω, ὅτι ἡμάρτομεν Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ.

Βαρ. 2,5                    Και εγίναμεν έτσι υποχείριοι αντί να είμεθα κύριοι, διότι ημαρτήσαμεν εις Κυριον τον Θεόν μας, επειδή δεν υπηκούσαμεν εις τας εντολάς αυτού.

Βαρ. 2,6            τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν ἡ δικαιοσύνη, ἡμῖν δὲ καὶ τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἡ αἰσχύνη τῶν προσώπων ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.

Βαρ. 2,6                    Εις Κυριον τον Θεόν μας ανήκει και υπάρχει η δικαιοσύνη, εις ημάς δε και τους προγόνους μας η εντροπή και η καταισχύνη των προσώπων μας, όπως φανερώνει αυτή η ημέρα.

Βαρ. 2,7            ἃ ἐλάλησε Κύριος ἐφ᾿ ἡμᾶς, πάντα τὰ κακὰ ταῦτα ἦλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς.

Βαρ. 2,7                    Ολαι αι συμφοραί και αι τιμωρίαι, τας οποίας προανήγγειλεν ο Κυριος, όλαι αύται επεσσωρεύθησαν εις ημάς.

Βαρ. 2,8            καὶ οὐκ ἐδεήθημεν τοῦ προσώπου Κυρίου τοῦ ἀποστρέψαι ἕκαστον ἀπὸ τῶν νοημάτων τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς πονηρᾶς.

Βαρ. 2,8                    Δεν παρεκαλέσαμεν δε τον Κυριον εν μετανοία να μας βοηθήση, ώστε ο καθένας από ημάς να απομακρυνθή από τας αμαρτωλάς σκέψεις της διεφθαρμένης καρδίας του.

Βαρ. 2,9            καὶ ἐγρηγόρησε Κύριος ἐπὶ τοῖς κακοῖς, καὶ ἐπήγαγε Κύριος ἐφ᾿ ἡμᾶς, ὅτι δίκαιος ὁ Κύριος ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐνετείλατο ἡμῖν.

Βαρ. 2,9                    Και έτσι ο Κυριος ηγρύπνησε δια τας τιμωρίας ημών και τας επέφερεν εναντίον μας, διότι ο Κυριος είναι δίκαιος εις όλα αυτού τα έργα, τα οποία μας έχει διατάξει.

Βαρ. 2,10           καὶ οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς αὐτοῦ πορεύεσθαι τοῖς προστάγμασι Κυρίου, οἷς ἔδωκε κατὰ πρόσωπον ἡμῶν. -

Βαρ. 2,10                  Ημείς όμως δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν του, να πορευθώμεν σύμφωνα με τα προστάγματα του Κυρίου, τα οποία αυτός έδωκεν ενώπιόν μας.

Βαρ. 2,11           Καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς ἐξήγαγες τὸν λαόν σου ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασι καὶ ἐν δυνάμει μεγάλῃ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐποίησας σεαυτῷ ὄνομα ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη,

Βαρ. 2,11                   Και τώρα, Κυριε, συ, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος έβγαλες άλλοτε ελεύθερον τον λαόν σου από την χώραν της Αιγύπτου με την κραταιάν χείρα σου, με σημεία και με τέρατα, με δύναμιν μεγάλην και ακατανίκητον, με τον παντοδύναμον βραχίονά σου και κατέστησες έτσι ένδοξον το Ονομά σου μεταξύ των λαών, όπως μαρτυρεί και η ημέρα αυτή,

Βαρ. 2,12           ἡμάρτομεν, ἠσεβήσαμεν, ἠδικήσαμεν, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαιώμασί σου.

Βαρ. 2,12                  ομολογούμεν ότι υπεπέσαμεν εις αμαρτίας, εδείξαμεν ασέβειαν απέναντί σου, διεπράξαμεν αδικίας, Κυριε ο Θεός ημών, παρεβήμεν όλας τας εντολάς σου.

Βαρ. 2,13           ἀποστραφήτω ὁ θυμός σου ἀφ᾿ ἡμῶν, ὅτι κατελείφθημεν ὀλίγοι ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὗ διέσπειρας ἡμᾶς ἐκεῖ.

Βαρ. 2,13                  Αλλά ας απομακρυνθή από ημάς ο δίκαιος θυμός σου, διότι ολίγοι απεμείναμεν εις τα έθνη, όπου μας έχεις διασκορπίσει.

Βαρ. 2,14           εἰσάκουσον, Κύριε, τῆς προσευχῆς ἡμῶν καὶ τῆς δεήσεως ἡμῶν καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς ἕνεκέν σου καὶ δὸς ἡμῖν χάριν κατὰ πρόσωπον τῶν ἀποικισάντων ἡμᾶς,

Βαρ. 2,14                  Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την προσευχήν μας και την δέησίν μας και εν τη απείρω σου καλωσύνη γλύτωσέ μας από τας συμφοράς αυτάς και δος μας την χάριν σου ενώπιον αυτών, οι οποίοι μας έχουν μετοικήσει αιχμαλώτους,

Βαρ. 2,15           ἵνα γνῷ πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅτι τὸ ὄνομά σου ἐπεκλήθη ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ τὸ γένος αὐτοῦ.

Βαρ. 2,15                  δια να μάθουν όλοι οι άνθρωποι της οικουμένης, ότι συ είσαι ο Κυριος και Θεός μας, ότι το Ονομά σου έχει επικληθή επάνω στον Ιακώβ και στους απογόνους του.

Βαρ. 2,16           Κύριε, κάτιδε ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ ἁγίου σου καὶ ἐννόησον εἰς ἡμᾶς· καὶ κλίνον, Κύριε, τὸ οὖς σου καὶ ἄκουσον·

Βαρ. 2,16                  Από τον άγιόν σου ναόν ρίψε, Κυριε, ένα βλέμμα εις ημάς και ίδε το κατάντημά μας, έχε μας στον νουν σου. Κλίνε, Κυριε, το αυτί σου και άκουσέ μας.

Βαρ. 2,17           ἄνοιξον, Κύριε, ὀφθαλμούς σου καὶ ἰδέ, ὅτι οὐχ οἱ τεθνηκότες ἐν τῷ ᾅδῃ, ὧν ἐλήφθη τὸ πνεῦμα αὐτῶν ἀπὸ τῶν σπλάγχνων αὐτῶν, δώσουσι δόξαν καὶ δικαίωμα τῷ Κυρίῳ·

Βαρ. 2,17                  Ανοιξε, Κυριε, τους οφθαλμούς σου και ιδέ προς ημάς, διότι δεν θα δώσουν δόξαν και δικαίωσιν στο Ονομά σου εκείνοι, οι οποίοι απέθαναν και ευρίσκονται στον άδην· αυτοί, των οποίων έλλειψε πλέον από τα σπλάγχνα των η πνοή της ζωής.

Βαρ. 2,18           ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἡ λυπουμένη ἐπὶ τὸ μέγεθος, ὃ βαδίζει κύπτον καὶ ἀσθενοῦν καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ ἐκλείποντες καὶ ἡ ψυχὴ ἡ πεινῶσα δώσουσί σοι δόξαν καὶ δικαιοσύνην, Κύριε.

Βαρ. 2,18                  Αλλά η συντετριμμένη από την λύπην ψυχή, η οποία από το βάρος των αμαρτιών και των τιμωριών βαδίζει σκυφτή και αδύναμος με θολωμένους από τα δάκρυα οφθαλμούς και ο πεινασμένος άνθρωπος, αυτοί θα σε δοξολογήσουν, Κυριε, και θα διαλαλήσουν την δικαιοσύνην σου.

Βαρ. 2,19           ὅτι οὐκ ἐπὶ τὰ δικαιώματα τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ τῶν βασιλέων ἡμῶν ἡμεῖς καταβάλλομεν τὸν ἔλεον ἡμῶν κατὰ πρόσωπόν σου, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν,

Βαρ. 2,19                  Σου υποβάλλομεν την ικετήριον αυτήν προς το έλεός σου δέησιν, στηριζόμενοι οχι εις τας δικαιοσύνας των προγόνων μας και των βασιλέων μας, αλλά στο έλεός σου, Κυριε ο Θεός ημών.

Βαρ. 2,20           ὅτι ἐνῆκας τὸν θυμόν σου καὶ τὴν ὀργήν σου ἐφ᾿ ἡμᾶς, καθάπερ ἐλάλησας ἐν χειρὶ τῶν παίδων σου τῶν προφητῶν λέγων·

Βαρ. 2,20                 Διότι συ εν τη δικαιοσύνη σου εξαπέλυσες τον θυμόν σου και την οργήν σου εναντίον μας, όπως άλλωστε είχες προαναγγείλει δια μέσου των δούλων σου, των προφητών, λέγων·

Βαρ. 2,21           οὕτως εἶπε Κύριος· κλίνατε τὸν ὦμον ὑμῶν ἐργάσασθαι τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος καὶ καθίσατε ἐπὶ τὴν γῆν, ἣν δέδωκα τοῖς πατράσιν ὑμῶν·

Βαρ. 2,21                  έτσι είπεν ο Κυριος· Σκύψατε τον ώμον σας, δια να εργασθήτε υποτεταγμένοι στον βασιλέα της Βαβυλώνος, ώστε να ημπορέσετε να παραμείνετε εις την χώαν, την οποίαν εγώ έδωκα στους προγόνους σας.

Βαρ. 2,22           καὶ ἐὰν μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου ἐργάσασθαι τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος,

Βαρ. 2,22                 Εάν όμως δεν υπακούετε εις την φωνήν του Κυρίου, να εργασθήτε εν υποταγή στον βασιλέα της Βαβυλώνος,

Βαρ. 2,23           ἐκλείψειν ποιήσω ἐκ πόλεων Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ φωνὴν εὐφροσύνης καὶ φωνὴν χαρμοσύνης, φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης, καὶ ἔσται πᾶσα ἡ γῆ εἰς ἄβατον ἀπὸ ἐνοικούντων.

Βαρ. 2,23                  τότε εγώ θα φέρω έτσι τα πράγματα και θα κάμω, ώστε να λείψη από τας πόλεις της Ιουδαίας και από τας οδούς της Ιερουσαλήμ κάθε φωνή αγαλλιάσεως και χαράς, χαρμόσυνος φωνή νυμφίου και νύμφης. Ολη δε η χώρα θα μείνη έρημος και άβατος από τους κατοίκους.

Βαρ. 2,24           καὶ οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς σου ἐργάσασθαι τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος, καὶ ἔστησας τοὺς λόγους σου, οὓς ἐλάλησας ἐν χερσὶ τῶν παίδων σου τῶν προφητῶν, τοῦ ἐξενεχθῆναι τὰ ὀστᾶ βασιλέων ἡμῶν καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν πατέρων ἡμῶν ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν,

Βαρ. 2,24                 Ημείς όμως δεν υπηκούσαμεν εις την εντολήν σου, να εργασθώμεν εν υποταγή στον βασιλέα της Βαβυλώνος και έτσι συ εξεπλήρωσες τους απειλητικούς λόγους σου, τους οποίους είπες εναντίον μας δια μέσου των δούλων σου, των προφητών, ότι δηλαδή θα επέλθουν εναντίον μας αι δίκαιαι τιμωρίαι, και αυτά ακόμη τα οστά των βασιλέων και τα οστά των προγονων μας θα εξαχθούν από τους τάφους των!

Βαρ. 2,25           καὶ ἰδού ἐστιν ἐξεῤῥιμμένα τῷ καύματι τῆς ἡμέρας καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀπεθάνοσαν ἐν πόνοις πονηροῖς, ἐν λιμῷ καὶ ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν ἀποστολῇ.

Βαρ. 2,25                  Και ιδού ότι πράγματι αυτά ερρίφθησαν και εσκορπίσθησαν έξω εκτεθειμένα στο καύμα της ημέρας και στον παγετόν της νυκτός. Οι δε πατέρες μας απέθανον εν μέσω φοβερών αθλιοτήτων και τιμωριών, με λιμόν και με ρομφαίαν και με αιχμαλωσίαν.

Βαρ. 2,26           καὶ ἔθηκας τὸν οἶκον, οὗ ἐπεκλήθη τὸ ὄνομά σου ἐπ᾿ αὐτῷ, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, διὰ πονηρίαν οἴκου Ἰσραὴλ καὶ οἴκου Ἰούδα. -

Βαρ. 2,26                 Και κατέστησες τον ναόν, όπου επεκαλείτο το Ονομά σου, όπως είναι σήμερα, κρημνισμένος και εγκαταλελειμμένος εξ αιτίας της κακίας των Ισραηλιτών και των Ιουδαίων.

Βαρ. 2,27           Καὶ ἐποίησας εἰς ἡμᾶς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, κατὰ πᾶσα ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ πάντα οἰκτιρμόν σου τὸν μέγαν,

Βαρ. 2,27                  Και εν τούτοις είχες φερθή συ, Κυριε ο Θεός μας, προς ημάς σύμφωνα με όλην σου την επιείκειαν και με όλους τους μεγάλους οικτιρμούς σου,

Βαρ. 2,28           καθὰ ἐλάλησας ἐν χειρὶ παιδός σου Μωυσῆ, ἐν ἡμέρᾳ ἐντειλαμένου σου αὐτῷ γράψαι τὸν νόμον σου ἐναντίον υἱῶν Ἰσραὴλ λέγων·

Βαρ. 2,28                 όπως ωμίλησες δια μέσου του δούλου σου του Μωϋσέως κατά την ημέραν, κατά την οποίαν του έδωσες την εντολήν να γράψη τον Νομον σου ενώπιον των Ισραηλιτών λέγων·

Βαρ. 2,29           ἐὰν μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς μου, εἰ μὴν ἡ βόμβησις ἡ μεγάλη ἡ πολλὴ αὕτη ἀποστρέψει εἰς μικρὰν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὗ διασπερῶ αὐτοὺς ἐκεῖ·

Βαρ. 2,29                 Εάν δεν υπακούσετε εις την φωνήν μου, τότε ο μεγάλος και αναρίθμητος αυτός λαός, που βομδεί, θα γίνη ελάχιστος μεταξύ των εθνών, όπου εγώ θα τους διασκορπίσω.

Βαρ. 2,30           ὅτι ἔγνων ὅτι οὐ μὴ ἀκούσωσί μου, ὅτι λαὸς σκληροτράχηλός ἐστι. καὶ ἐπιστρέψουσιν ἐπὶ καρδίαν αὐτῶν ἐν γῇ ἀποικισμοῦ αὐτῶν

Βαρ. 2,30                  Αυτά τα προαναγγέλλω, είπες, διότι γνωρίζω ότι οι Ισραηλίται δεν θα ακούσουν την φωνήν μου διότι είναι λαός σκληροτράχηλος και αμετανόητος. Εάν όμως εις την εξορίαν ευρισκόμενοι συναισθανθούν την αμαρτωλότητά των και συνέλθουν στον εαυτόν των

Βαρ. 2,31           καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτῶν. καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν καὶ ὦτα ἀκούοντα,

Βαρ. 2,31                  και αναγνωρίσουν ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός των, εγώ τότε θα δώσω εις αυτούς καρδίαν αγνήν και συνετήν, αυτιά πρόθυμα να ακούουν.

Βαρ. 2,32           καὶ αἰνέσουσί με ἐν γῇ ἀποικισμοῦ αὐτῶν καὶ μνησθήσονται τοῦ ὀνόματός μου

Βαρ. 2,32                  Τοτε δε θα με δοξολογήσουν εις την χώραν της εξορίας των και θα ενθυμηθούν το Ονομά μου.

Βαρ. 2,33           καὶ ἀποστρέψουσιν ἀπὸ τοῦ νώτου αὐτῶν τοῦ σκληροῦ καὶ ἀπὸ πονηρῶν πραγμάτων αὐτῶν, ὅτι μνησθήσονται τῆς ὁδοῦ πατέρων αὐτῶν τῶν ἁμαρτόντων ἔναντι Κυρίου.

Βαρ. 2,33                  Θα παύσουν πλέον να έχουν σκληρόν και ανυπότακτον τον τράχηλον, θα απομακρυνθούν από τα πονηρά έργα των, διότι θα αναμνησθούν το κατάντημα και την τύχην των πατέρων των, οι οποίοι είχαν αμαρτήσει ενώπιον εμού, του Κυρίου.

Βαρ. 2,34           καὶ ἀποστρέψω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, τῷ Ἁβραὰμ καὶ τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῷ Ἰακώβ, καὶ κυριεύσουσιν αὐτῆς· καὶ πληθυνῶ αὐτούς, καὶ οὐ μὴ σμικρυνθῶσι·

Βαρ. 2,34                  Τοτε δε συνετισμένους και εν μετάνοία θα τους επαναφέρω εγώ εις την χώραν, την οποίαν ωρκίσθην να δώσω στον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και θα γίνουν πλέον κύριοι και ιδιοκτήται αυτής. Θα τους πληθύνω και δεν θα ολιγοστεύσουν.

Βαρ. 2,35           καὶ στήσω αὐτοῖς διαθήκην αἰώνιον τοῦ εἶναί με αὐτοῖς εἰς Θεὸν καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν· καὶ οὐ κινήσω ἔτι τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα αὐτοῖς.

Βαρ. 2,35                  Θα συνάψω και θα επικυρώσω συμφωνίαν αιωνίαν με αυτούς, δια να είμαι εις αυτούς ο Θεός των και αυτοί να είναι δι' εμέ ο λαός. Δεν θα μετακινήσω πλέον τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν από την χώραν, την οποίαν εγώ έχω δώσει εις αυτούς.

 

 

ΒΑΡΟΥΧ 3

 

Βαρ. 3,1            Κύριε παντοκράτωρ ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ψυχὴ ἐν στενοῖς καὶ πνεῦμα ἀκηδιῶν κέκραγε πρός σε.

Βαρ. 3,1                     Κυριε παντοκράτορ, συ ο Θεός του Ισραήλ, μία ψυχή ευρισκομένη εις εκτάκτως στενόχωρον κατάστασιν, ένα πνεύμα κυριευμένον από αθυμίαν και μελαγχολίαν, κράζει προς σέ.

Βαρ. 3,2            ἄκουσον, Κύριε, καὶ ἐλέησον, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον σου,

Βαρ. 3,2                    Ακουσε Κυριε, την φωνήν του και στείλε το έλεός σου, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου,

Βαρ. 3,3            ὅτι σὺ καθήμενος τὸν αἰῶνα, καὶ ἡμεῖς ἀπολλύμενοι τὸν αἰῶνα.

Βαρ. 3,3                    διότι συ είσαι ο καθήμενος επί του ενδόξου αιωνίου θρόνου, ημείς δε είμεθα οι συνεχώς δια μέσου των αιώνων καταστρεφόμενοι.

Βαρ. 3,4            Κύριε παντοκράτωρ ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἄκουσον δὴ τῆς προσευχῆς τῶν τεθνηκότων Ἰσραὴλ καὶ υἱῶν τῶν ἁμαρτανόντων ἐναντίον σου, οἳ οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἐκολλήθη ἡμῖν τὰ κακά.

Βαρ. 3,4                    Κυριε παντοκράτορ, ο Θεός του Ισραήλ, άκουσε τώρα την προσευχήν των αποθανόντων Ισραηλιτών και των υιών εκείνων, οι οποίοι ημάρτησαν ενώπιόν σου αυτών οι οποίοι δεν υπήκουσαν εις την φωνήν του Κυρίου και του Θεού των, και επάνω στους οποίους εκολλήθησαν αι συμφοραί και αι τιμωρίαι αυταί.

Βαρ. 3,5            μὴ μνησθῇς ἀδικιῶν πατέρων ἡμῶν, ἀλλὰ μνήσθητι χειρός σου καὶ ὀνόματός σου ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ·

Βαρ. 3,5                    Μη ενθυμηθής και μη λάβης υπ' όψιν σου τας αδικίας των πατέρων μας, αλλά ενθυμήσου κατά τον χρόνον τούτον την παντοδύναμον χείρα σου και το άγιον Ονομά σου,

Βαρ. 3,6            ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ αἰνέσομέν σε, Κύριε.

Βαρ. 3,6                    διότι συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός μας και σε ημείς θα υμνολογούμεν.

Βαρ. 3,7            ὅτι διὰ τοῦτο ἔδωκας τὸν φόβον σου ἐπί καρδίαν ἡμῶν τοῦ ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομά σου. καὶ αἰνέσομέν σε ἐν τῇ ἀποικίᾳ ἡμῶν, ὅτι ἀπεστρέψαμεν ἀπὸ καρδίας ἡμῶν πᾶσαν ἀδικίαν πατέρων ἡμῶν τῶν ἡμαρτηκότων ἐναντίον σου.

Βαρ. 3,7                    Προς τούτο άλλως τε συ ενέβαλες τον φόβον σου και τον σεβασμόν σου εντός των καρδιών μας, δια να επικαλούμεθα με πίστιν και ευλάβειαν το Ονομά σου. Σε δοξολογούμεν, Κυριε, στον τόπον αυτόν της εξορίας μας, διότι απεμακρύναμεν από τας καρδίας μας κάθε αδικίαν των πατέρων μας, οι οποίοι είχαν διαπράξει αμαρτίας ενώπιόν σου.

Βαρ. 3,8            ἰδοὺ ἡμεῖς σήμερον ἐν τῇ ἀποικίᾳ ἡμῶν, οὗ διέσπειρας ἡμᾶς ἐκεῖ εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς ἀρὰν καὶ εἰς ὄφλησιν κατὰ πάσας τὰς ἀδικίας πατέρων ἡμῶν, οἳ ἀπέστησαν ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν.

Βαρ. 3,8                    Ιδού, ημείς ευρισκόμεθα σήμερον εις την χώραν της εξορίας μας, εκεί όπου συ μας διεσκόρπισες, δια να γίνωμεν αντικείμενα εξευτελισμού και κατάρας, ώστε να εξοφλήσωμεν ετσι όλας τας αδικίας των προγόνων μας, οι οποίοι απεμακρύνθησαν από σέ, τον Κυριον και Θεόν μας.

Βαρ. 3,9            Ἄκουε Ἰσραὴλ ἐντολὰς ζωῆς, ἐνωτίσασθε γνῶναι φρόνησιν.

Βαρ. 3,9                    Ακουε, ισραηλιτικέ λαέ, τας εντολάς αυτάς του Θεού, που φέρουν ζωήν. Ακούσατε και βάλετέ τας εις τα αυτιά σας δια να αποκτήσετε σύνεσιν.

Βαρ. 3,10           τί ἐστιν Ἰσραήλ; τί ὅτι ἐν γῇ τῶν ἐχθρῶν εἶ; ἐπαλαιώθης ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ, συνεμιάνθης τοῖς νεκροῖς,

Βαρ. 3,10                  Τι σου συνέβη, ισραηλιτικέ λαέ; Διατί ευρίσκεσαι εις την χώραν των εχθρών σου; Διατί εγήρασες εις την ξένην γην και εμολύνθης ανάμεσα εις μολυσμένους νεκρούς;

Βαρ. 3,11           προσελογίσθης μετὰ τῶν εἰς ᾅδου;

Βαρ. 3,11                   Συγκατηριθμήθης μεταξύ εκείνων, οι οποίοι κατεβαίνουν στον άδην;

Βαρ. 3,12           ἐγκατέλιπες τὴν πηγὴν τῆς σοφίας.

Βαρ. 3,12                  Διότι εγκατέλειψες την πηγήν της σοφίας, τον Θεόν και τον Νομον του.

Βαρ. 3,13           τῇ ὁδῷ τοῦ Θεοῦ εἰ ἐπορεύθης, κατῴκεις ἂν ἐν εἰρήνῃ τὸν αἰῶνα.

Βαρ. 3,13                   Εάν είχες βαδίσει τον δρόμον του Θεού, θα κατοικούσες εις την πατρίδα σου εν ειρήνη δια παντός.

Βαρ. 3,14           μάθε ποῦ ἐστι φρόνησις, ποῦ ἐστιν ἰσχύς, ποῦ ἐστι σύνεσις τοῦ γνῶναι ἅμα ποῦ ἐστι μακροβίωσις καὶ ζωή, ποῦ ἐστι φῶς ὀφθαλμῶν καὶ εἰρήνη. -

Βαρ. 3,14                  Μαθε που υπάρχει σοφία και σύνεσις, που ευρίσκεται η δύναμις, που είναι η σύνεσις, δια να γνωρίσης συγχρόνως, που υπάρχει η μακρότης των ημέρων και ευτυχισμένη ζωη, που ευρίσκεται το φως και η χαρά των οφθαλμών, η πραγματική και αδιατάρακτος ειρήνη.

Βαρ. 3,15           Τίς εὗρε τὸν τόπον αὐτῆς καὶ τίς εἰσῆλθεν εἰς τοὺς θησαυροὺς αὐτῆς;

Βαρ. 3,15                   Ποιός ευρήκε τον τόπον αυτής της θείας σοφίας και ποιός εισήλθεν στους θησαυρούς της;

Βαρ. 3,16           ποῦ εἰσιν οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν καὶ οἱ κυριεύοντες τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς,

Βαρ. 3,16                  Που είναι οι άρχοντες των εθνών, δια να μας είπουν εάν την ευρήκαν, και οι εξουσιάζοντες επάνω εις τα θηρία της γης;

Βαρ. 3,17           οἱ ἐν τοῖς ὀρνέοις τοῦ οὐρανοῦ ἐμπαίζοντες καὶ τὸ ἀργύριον θησαυρίζοντες καὶ τὸ χρυσίον, ᾧ ἐπεποίθεισαν ἄνθρωποι, καὶ οὐκ ἔστι τέλος τῆς κτήσεως αὐτῶν,

Βαρ. 3,17                   Που είναι εκείνοι, οι οποίοι συλλαμβάνουν και τα πλέον άγρια πτηνά και παίζουν με αυτά; Και όλοι όσοι θησαυρίζουν χρυσίον και αργύριον, εις τα οποία οι άνθρωποι στηρίζουν την πεποίθησιν και τας ελπίδας των και δεν σταματούν ποτέ εργαζόμενοι δια την απόκτησιν των;

Βαρ. 3,18           οἱ τὸ ἀργύριον τεκταίνοντες καὶ μεριμνῶντες, καὶ οὐκ ἔστιν ἐξεύρεσις τῶν ἔργων αὐτῶν;

Βαρ. 3,18                  Που είναι οι αργυροκόποι και οι χρυσοχόοι, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν κατεργάζονται τα πολύτιμα αυτά μέταλλα και κατασκευάζουν αναρίθμητα ήδη έργων;

Βαρ. 3,19           ἠφανίσθησαν καὶ εἰς ᾅδου κατέβησαν, καὶ ἄλλοι ἀντανέστησαν ἀντ᾿ αὐτῶν.

Βαρ. 3,19                  Εξηφανίσθησαν, κατέβηκαν στον άδην, χωρίς να γνωρίσουν την αληθινήν σοφίαν, και άλλοι παρουσιάσθησαν εις την γην αντί εκείνων.

Βαρ. 3,20           νεώτεροι εἶδον φῶς καὶ κατῴκησαν ἐπὶ τῆς γῆς, ὁδὸν δὲ ἐπιστήμης οὐκ ἔγνωσαν,

Βαρ. 3,20                  Νεώτεροι εγεννήθησαν και είδαν το φως του ουρανού και κατώκησαν εις την γην, αλλά και αυτοί δεν εγνώρισαν τον δρόμον της αληθινής επιστήμης και σοφίας.

Βαρ. 3,21           οὐδὲ συνῆκαν τρίβους αὐτῆς, οὐδὲ ἀντελάβοντο αὐτῆς· οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν πόῤῥω ἐγενήθησαν,

Βαρ. 3,21                  Δεν ενόησαν τους δρόμους της, δεν εκράτησαν αυτήν και δεν εστηρίχθησαν επάνω της. Το ιδιο και τα παιδιά των, επλανήθησαν στον δρόμον των, ευρέθησαν μακράν από την αληθινήν σοφίαν.

Βαρ. 3,22           οὐδὲ ἠκούσθη ἐν Χαναάν, οὐδὲ ὤφθη ἐν Θαιμάν,

Βαρ. 3,22                  Δεν ηκούσθη να γίνεται λόγος περί αυτής εις την Χαναάν, ούτε εφανερώθη εις την περιοχήν Θαιμάν.

Βαρ. 3,23           οὔτε υἱοὶ Ἄγαρ, οἱ ἐκζητοῦντες τὴν σύνεσιν ἐπὶ τῆς γῆς, οἱ ἔμποροι τῆς Μεῤῥὰν καὶ Θαιμάν, οἱ μυθολόγοι καὶ οἱ ἐκζητηταὶ τῆς συνέσεως, ὁδὸν τῆς σοφίας οὐκ ἔγνωσαν, οὐδὲ ἐμνήσθησαν τὰς τρίβους αὐτῆς. -

Βαρ. 3,23                  Οτε οι απόγονοι της Αγαρ, οι οποίοι εν τούτοις αναζητούν την σοφίαν επάνω εις την γην, ούτε οι έμποροι της Μερράν και της Θαιμάν, οι επινοηταί και ερμηνευταί παραβολών, οι αναζητούντες την σύνεσιν, κανείς από αυτούς δεν έμαθε τον δρόμον της σοφίας, ούτε και ενεθυμήθησαν καν τας οδούς της.

Βαρ. 3,24           Ὦ Ἰσραήλ, ὡς μέγας ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιμήκης ὁ τόπος τῆς κτήσεως αὐτοῦ·

Βαρ. 3,24                  Ω Ισραηλιτικέ λαέ, πόσον μέγα και μεγαλοπρεπές είναι το σύμπαν, οίκος αυτός του Θεού! Ποσον αχανής ο τόπος της κυριαρχίας του !

Βαρ. 3,25           μέγας καὶ οὐκ ἔχει τελευτήν, ὑψηλὸς καὶ ἀμέτρητος.

Βαρ. 3,25                  Μέγας, χωρίς τέλος, υψηλός και απροσμέτρητος !

Βαρ. 3,26           ἐκεῖ ἐγεννήθησαν οἱ γίγαντες οἱ ὀνομαστοὶ οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς, γενόμενοι εὐμεγέθεις, ἐπιστάμενοι πόλεμον.

Βαρ. 3,26                  Εις την γην, κατά τους αρχαίους χρόνους, εγεννήθησαν οι ονομαστοί γίγαντες, μεγάλου αναστήματος, ικανοί και έμπειροι στον πόλεμον.

Βαρ. 3,27           οὐ τούτους ἐξελέξατο ὁ Θεὸς οὐδὲ ὁδὸν ἐπιστήμης ἔδωκεν αὐτοῖς·

Βαρ. 3,27                  Ο Θεός όμως δεν εξέλεξεν αυτούς, ούτε έδωκεν εις αυτούς σοφίαν και σύνεσιν.

Βαρ. 3,28           καὶ ἀπώλοντο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν φρόνησιν, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀβουλίαν αὐτῶν. -

Βαρ. 3,28                  Εχάθησαν, διότι δεν είχαν σύνεσιν, κατεστράφησαν εξ αιτίας της αφροσύνης των.

Βαρ. 3,29           Τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλαβεν αὐτὴν καὶ κατεβίβασεν αὐτὴν ἐκ τῶν νεφελῶν;

Βαρ. 3,29                  Ποιός ανέβηκεν στον ουρανόν και επήρε την σοφίαν και την κατεβίδασεν εις την γην κάτω από τα νέφη;

Βαρ. 330            τίς διέβη πέραν τῆς θαλάσσης καὶ εὗρεν αὐτὴν καὶ οἴσει αὐτὴν χρυσίου ἐκλεκτοῦ;

Βαρ. 3,30                  Ποιός διεπέρασε την θάλασσαν και εύρε την σοφίαν και θα την φέρη θεωρών αυτήν πολυτιμοτέρον και από αυτό το εκλεκτόν χρυσίον;

Βαρ. 3,31           οὐκ ἔστιν ὁ γινώσκων τὴν ὁδὸν αὐτῆς οὐδὲ ὁ ἐνθυμούμενος τὴν τρίβον αὐτῆς·

Βαρ. 3,31                   Δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος, που να γνωρίζη καλά την οδόν αυτής, και κανείς που να κατανοή τον δρόμον της.

Βαρ. 3,32           ἀλλ᾿ ὁ εἰδὼς τὰ πάντα γινώσκει αὐτήν, ἐξεῦρεν αὐτὴν τῇ συνέσει αὐτοῦ· ὁ κατασκευάσας τὴν γῆν εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον, ἐνέπλησεν αὐτὴν κτηνῶν τετραπόδων·

Βαρ. 3,32                  Αλλά ο παντογνώστης Θεός γνωρίζει καλώς αυτήν, αυτός εν τη απείρω αυτού συνέσει, την έχει διερευνήσει. Αυτός, ο οποίος εδημιούργησε και εστερεωσε την γην στους αιώνας των αιώνων· αυτός ο οποίος την εγέμισε με διάφορα ζώα·

Βαρ. 3,33           ὁ ἀποστέλλων τὸ φῶς, καὶ πορεύεται, ἐκάλεσεν αὐτό, καὶ ὑπήκουσεν αὐτῷ τρόμῳ·

Βαρ. 3,33                  αυτός που εξαποστέλλει το φως και πορεύεται, το καλεί και υπακούει αυτό εις αυτόν με τρόμον.

Βαρ. 3,34           οἱ δὲ ἀστέρες ἔλαμψαν ἐν ταῖς φυλακαῖς αὐτῶν καὶ εὐφράνθησαν.

Βαρ. 3,34                  Κατόπιν εντολής του έλαμψαν και λάμπουν οι αστέρες εις τας θέσεις των και ευφραίνονται.

Βαρ. 3,35           ἐκάλεσεν αὐτοὺς καὶ εἶπον· πάρεσμεν, ἔλαμψαν μετ᾿ εὐφροσύνης τῷ ποιήσαντι αὐτούς.

Βαρ. 3,35                  Προσεκάλεσεν αυτούς και εκείνοι απήντησαν· “έδω είμεθα”. Λαμπουν με ευφροσύνην χάρις εις εκείνον, ο οποίος τους εδημιούργησεν.

Βαρ. 3,36           οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν.

Βαρ. 3,36                  Αυτός είναι ο Θεός μας· κανείς άλλος δεν ημπορεί να αντιμετρηθή προς αυτόν.

Βαρ. 3,37           ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης καὶ ἔδωκεν αὐτὴν Ἰακὼβ τῷ παιδὶ αὐτοῦ καὶ Ἰσραὴλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ᾿ αὐτοῦ·

Βαρ. 3,37                  Αυτός εύρε και έχει όλην την οδόν της σοφίας και έδωκεν αυτήν στον Ιακώβ, τον δόλον αυτού, στον Ισραήλ, τον ηγαπημένον του.

Βαρ. 3,38           μετὰ τοῦτο ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη.

Βαρ. 3,38                  Επειτα δε από όλα αυτά, εφανερώθη εις την γην και συνανεστράφη με τους ανθρώπους.

 

 

ΒΑΡΟΥΧ 4

 

Βαρ. 4,1            Αὕτη ἡ βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ νόμος ὁ ὑπάρχων εἰς τὸν αἰῶνα· πάντες οἱ κρατοῦντες αὐτὴν εἰς ζωήν, οἱ δὲ καταλείποντες αὐτὴν ἀποθανοῦνται. -

Βαρ. 4,1                     Αυτό είναι το βιβλίον, που περιέχει τας εντολάς του Θεού. Αυτός είναι ο Νομος, που εδόθη δια να υπάρχη στους αιώνας των αιώνων. Ολοι όσοι κατέχουν την σοφίαν θα ζήσουν· εκείνοι όμως, που την εγκαταλείπουν, θα αποθάνουν.

Βαρ. 4,2            Ἐπιστρέφου, Ἰακώβ, καὶ ἐπιλαβοῦ αὐτῆς, διόδευσον πρὸς τὴν λάμψιν κατέναντι τοῦ φωτὸς αὐτῆς.

Βαρ. 4,2                    Επίστρεψε εν μετανοία προς τον Θεόν σου, ισραηλιτικέ λαέ, άρπαξε και κράτησε την σοφίαν, περιπατεί με την λάμψιν αυτής μέσα στο φως της.

Βαρ. 4,3            μὴ δῷς ἑτέρῳ τὴν δόξαν σου καὶ τὰ συμφέροντά σοι ἔθνει ἀλλοτρίῳ.

Βαρ. 4,3                    Μη παραχωρήσης εις άλλον την δόξαν σου και τα συμφέροντά σου· την περιουσίαν και τα πλούτη σου μη τα δώσης εις ξένον έθνος.

Βαρ. 4,4            μακάριοί ἐσμεν Ἰσραήλ, ὅτι τὰ ἀρεστὰ τῷ Θεῷ ἡμῖν γνωστά ἐστι. -

Βαρ. 4,4                    Τρισευτυχισμένοι και ευλογημένοι είμεθα ημείς, ω Ισραηλίται, διότι γνωρίζομεν εκείνα, τα οποία είναι ευάρεστα στον Θεόν.

Βαρ. 4,5            Θαρσεῖτε λαός μου, μνημόσυνον Ἰσραήλ.

Βαρ. 4,5                    Παρε θάρρος, λαός μου, λαέ ισραηλιτικέ, συ που κρατείς και ενθυμείσαι το ένδοξον παρελθόν σου!

Βαρ. 4,6            ἐπράθητε τοῖς ἔθνεσιν οὐκ εἰς ἀπώλειαν, διὰ δὲ τὸ παροργίσαι ὑμᾶς τὸν Θεὸν παρεδόθητε τοῖς ὑπεναντίοις·

Βαρ. 4,6                    Επωλήθητε μεν εις τα έθνη ως δούλοι, οχι όμως εις καταστροφήν και απώλειαν, αλλά διότι παρωργίσατε τον Θεόν και δια τούτο παρεδόθητε στους εχθρούς σας, προς παιδαγωγικήν σας τιμωρίαν και διόρθωσιν.

Βαρ. 4,7            παρωξύνατε γὰρ τὸν ποιήσαντα ὑμᾶς θύσαντες δαιμονίοις καὶ οὐ Θεῷ.

Βαρ. 4,7                    Οντως, εξωργίσατε τον Δημιουργόν σας, διότι προσεφέρατε θυσίαν εις τα δαιμόνια και όχι στον Θεόν.

Βαρ. 4,8            ἐπελάθεσθε τὸν τροφεύσαντα ὑμᾶς Θεὸν αἰώνιον, ἐλυπήσατε δὲ καὶ τὴν ἐκθρέψασαν ὑμᾶς Ἱερουσαλήμ·

Βαρ. 4,8                    Ελησμονήσατε τον αιώνιον Θεόν, ο οποίος σας ετροφοδότησε. Ελυπήσατε δε και την Ιερουσαλήμ, η οποία σας έχει αναθρέψει.

Βαρ. 4,9            εἶδε γὰρ τὴν ἐπελθοῦσαν ὑμῖν ὀργὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπεν· ἀκούσατε, οἱ πάροικοι Σιών, ἐπήγαγέ μοι ὁ Θεὸς πένθος μέγα·

Βαρ. 4,9                    Είδεν η Ιερουσαλήμ την εκ μέρους του Θεού εκραγείσαν οργήν και τιμωρίαν εναντίον σας και είπεν· Ακούσατε σεις, οι γειτονικοί προς την Σιών λαοί. Ο Θεός μου έστειλε μέγα πένθος.

Βαρ. 4,10           εἶδον γὰρ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν υἱῶν μου καὶ τῶν θυγατέρων μου, ἣν ἐπήγαγεν αὐτοῖς ὁ αἰώνιος.

Βαρ. 4,10                  Διότι είδα την αιχμαλωσίαν των υιών μου και των θυγατέρων μου, την οποίαν ο αιώνιος Θεός εξαπέστειλεν εναντίον των.

Βαρ. 4,11           ἔθρεψα γὰρ αὐτοὺς μετ᾿ εὐφροσύνης, ἐξαπέστειλα δὲ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ πένθους.

Βαρ. 4,11                   Ανέθρεψα αυτούς με αγαλλιασιν χαι χαράν. Τους προέπεμψα όμως εις την αιχμαλωσίαν με κλαυθμόν και πένθος.

Βαρ. 4,12           μηδεὶς ἐπιχαιρέτω μοι τῇ χήρᾳ καὶ καταλειφθείσῃ ὑπὸ πολλῶν· ἠρημώθην διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν τέκνων μου, διότι ἐξέκλιναν ἐκ νόμου Θεοῦ,

Βαρ. 4,12                  Κανείς ας μη επιχαρή βλέπων με χήραν και εγκαταλελειμμένην από τα τέκνα μου ! Εμεινα έρημος δια τας αμαρτίας των τέκνων μου, διότι αυτά παρεξέκλιναν από τον νόμον του Θεού.

Βαρ. 4,13           δικαιώματα δὲ αὐτοῦ οὐκ ἔγνωσαν οὐδὲ ἐπορεύθησαν ὁδοῖς ἐντολῶν Θεοῦ, οὐδὲ τρίβους παιδείας ἐν δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπέβησαν.

Βαρ. 4,13                  Δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν και να υποταχθούν εις τα προστάγματα αυτού, δεν επορεύθησαν εις τας τρίβους της αγίας αυτού διδασκαλίας μετά δικαιοσύνης.

Βαρ. 4,14           ἐλθέτωσαν αἱ πάροικοι Σιών, καὶ μνήσθητε τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν υἱῶν μου καὶ θυγατέρων, ἣν ἐπήγαγεν αὐτοῖς ὁ αἰώνιος·

Βαρ. 4,14                  Ελάτε σεις, οι γειτονικοί λαοί της Σιών, και ενθυμηθήτε την αιχμαλωσίαν των υιών μου και των θυγατέρων μου, την οποίαν ο αιώνιος Θεός εξαπέστειλεν εναντίον των.

Βαρ. 4,15           ἐπήγαγε γὰρ ἐπ᾿ αὐτοὺς ἔθνος μακρόθεν, ἔθνος ἀναιδὲς καὶ ἀλλόγλωσσον, οἳ οὐκ ᾐσχύνθησαν πρεσβύτην οὐδὲ παιδίον ἠλέησαν

Βαρ. 4,15                  Επέφερεν εναντίον αυτών από μακράν ένα έθνος αναίσχυντον και ξενόγλωσσον, το οποίον ούτε τους γέροντας εσεβάσθη, ούτε τα μικρά παιδιά εσπλαγχνίσθη.

Βαρ. 4,16           καὶ ἀπήγαγον τοὺς ἀγαπητοὺς τῆς χήρας καὶ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τὴν μόνην ἠρήμωσαν.

Βαρ. 4,16                  Απήγαγον εις αιχμαλωσίαν τους προσφιλείς υιούς εμού της χήρας. Με αφήκαν μόνην και έρημον, εστερημένην από τας θυγατέρας μου.

Βαρ. 4,17           ἐγὼ δὲ τί δυνατὴ βοηθῆσαι ὑμῖν;

Βαρ. 4,17                  Εγώ δέ, αγαπητά μου τέκνα, εις τι ημπορούσα να σας βοηθήσω μέσα εις την μεγάλην σας αυτήν θλίψιν;

Βαρ. 4,18           ὁ γὰρ ἐπαγαγὼν τὰ κακὰ ὑμῖν ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ὑμῶν.

Βαρ. 4,18                  Μονον εκείνος, ο οποίος εξαπέστειλε τας συμφοράς και τιμωρίας αυτάς εναντίον σας, εκείνος είναι εις θέσιν να σας λυτρώση από τα χέρια των εχθρών σας.

Βαρ. 4,19           βαδίζετε, τέκνα, βαδίζετε, ἐγὼ γὰρ κατελήφθην ἔρημος·

Βαρ. 4,19                  Πηγαίνετε, παιδιά μου, πηγαίνετε εις την αιχμαλωσίαν, διότι εγώ απέμεινα πλέον μονή και έρημος !

Βαρ. 4,20           ἐξεδυσάμην τὴν στολὴν τῆς εἰρήνης, ἐνεδυσάμην δὲ σάκκον τῆς δεήσεώς μου, κεκράξομαι πρὸς τὸν αἰώνιον ἐν ταῖς ἡμέραις μου. -

Βαρ. 4,20                 Εβγαλα την στολήν της ειρήνης και της χαράς, εφορεσα σάκκινον ένδυμα πένθους και δεήσεως. Θα κράζω προς τον αιώνιον Θεόν κατά τας ημέρας αυτάς της δυστυχίας μου, ζητούσα την σωτηρίαν σας.

Βαρ. 4,21           Θαῤῥεῖτε, τέκνα, βοήσατε πρὸς τὸ Θεόν, καὶ ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ δυναστείας, ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν.

Βαρ. 4,21                  Παρετε θάρρος, τέκνα μου, βοήσατε με θερμάς ικεσίας προς τον Θεόν και εκείνος ασφαλώς θα σας γλυτώση από την τυραννίαν, από τα χέρια των εχθρών.

Βαρ. 4,22           ἐγὼ γὰρ ἤλπισα ἐπὶ τῷ αἰωνίῳ τὴν σωτηρίαν ὑμῶν, καὶ ἦλθέ μοι χαρὰ παρὰ τοῦ ἁγίου ἐπὶ τῇ ἐλεημοσύνῃ, ἣ ἥξει ὑμῖν ἐν τάχει παρὰ τοῦ αἰωνίου σωτῆρος ὑμῶν.

Βαρ. 4,22                 Διότι εγώ στον αιώνιον Θεόν έχω στηρίξει τας ελπίδας μου δια την σωτηρίαν σας. Και μου ήλθε χαρά εκ μέρους του αγίου Θεού δια το έλεός του, που θα σας στείλη. Το έλεός του θα έλθη ταχέως προς σας από μέρος του αιωνίου σωτήρος σας.

Βαρ. 4,23           ἐξέπεμψα γὰρ ὑμᾶς μετὰ κλαυθμοῦ καὶ πένθους, ἀποδώσει δέ μοι ὁ Θεὸς ὑμᾶς μετὰ χαρμοσύνης καὶ εὐφροσύνης εἰς τὸν αἰῶνα.

Βαρ. 4,23                  Σας προέπεμψα στον τόπον της εξορίας σας με κλαυθμόν και πένθος, με αγαλλίασιν όμως και χαράν θα σας επαναφέρη εις εμέ ο Θεός μας, δια να μένετε εδώ παντοτεινά.

Βαρ. 4,24           ὥσπερ γὰρ νῦν ἑωράκασιν αἱ πάροικοι Σιὼν τὴν ὑμετέραν αἰχμαλωσίαν, οὕτως ὄψονται ἐν τάχει τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ὑμῶν σωτηρίαν, ἣ ἐπελεύσεται ὑμῖν μετὰ δόξης μεγάλης καὶ λαμπρότητος τοῦ αἰωνίου.

Βαρ. 4,24                 Οπως δε τώρα είδαν οι γειτονικοί λαοί της Σιών την αιχμαλωσίαν σας, έτσι θα ίδουν πολύ σύντομα την σωτηρίαν σας, την οποίαν θα σας αποστείλη με δόξαν και λαμπρότητα μεγάλην ο αιώνιος.

Βαρ. 4,25           τέκνα, μακροθυμήσατε τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐπελθοῦσαν ὑμῖν ὀργήν· κατεδίωξέ σε ὁ ἐχθρός σου, καὶ ὄψει αὐτοῦ τὴν ἀπώλειαν ἐν τάχει καὶ ἐπὶ τραχήλους αὐτῶν ἐπιβήσῃ.

Βαρ. 4,25                  Παιδιά μου, μακροθυμήσατε και υπομείνατε την οργήν, η οποία επήλθεν εναντίον σας εκ μέρους του Θεού. Ο εχθρός σας κατεδίωξε. Πολύ σύντομα όμως θα ίδετε την καταστροφήν του και θα θέσετε τους πόδας σας επάνω στον τράχηλόν του.

Βαρ. 4,26           οἱ τρυφεροί μου ἐπορεύθησαν ὁδοὺς τραχείας, ἤρθησαν ὡς ποίμνιον ἡρπασμένον ὑπὸ ἐχθρῶν. -

Βαρ. 4,26                 Τα τρυφερά παιδιά μου εβάδισαν δρόμους δυσβάτους και δυσκόλους. Εσύρθησαν σαν ένα ποίμνιον, που έχει διαρπαγή από τους εχθρούς.

Βαρ. 4,27           Θαρσήσατε τέκνα καὶ βοήσατε πρὸς τὸν Θεόν, ἔσται γὰρ ὑμῶν ὑπὸ τοῦ ἐπάγοντος μνεία.

Βαρ. 4,27                  Παρετε θάρρος, τέκνα μου, και βοήσατε με θερμάς ικεσίας προς τον Θεόν. Διότι εκείνος, ο οποίος επέφερεν εναντίον σας την θλίψιν αυτήν, σας ενθυμείται, δια να σας λύτρωση.

Βαρ. 4,28           ὥσπερ γὰρ ἐγένετο ἡ διάνοια ὑμῶν εἰς τὸ πλανηθῆναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, δεκαπλασιάσατε ἐπιστραφέντες ζητῆσαι αὐτόν.

Βαρ. 4,28                 Διότι, όπως η διάνοια σας σας απεπλάνησεν, ώστε να απομακρυνθήτε από τον Θεόν, ετσι τώρα επιστρέψατε εν μετανοία προς αυτόν. Δεκαπλασιάσατε τον ζήλον σας εις την αναζήτησίν του.

Βαρ. 4,29           ὁ γὰρ ἐπαγαγὼν ὑμῖν τὰ κακὰ ἐπάξει ὑμῖν τὴν αἰώνιον εὐφροσύνην μετὰ τῆς σωτηρίας ὑμῶν. -

Βαρ. 4,29                 Διότι εκείνος, ο οποίος έστειλεν εναντίον σας αυτά τα κακά, θα στείλη μαζή με την σωτηρίαν σας και αιωνίαν ευφροσύνην.

Βαρ. 4,30           Θάρσει Ἱερουσαλήμ, παρακαλέσει σε ὁ ὀνομάσας σε.

Βαρ. 4,30                  Παρε θάρρος, Ιερουσαλήμ, διότι εκείνος, ο οποίος σου έδωσε το όνομά σου θα σε παρηγόρηση και θα σε χαροποίηση.

Βαρ. 4,31           δείλαιοι οἱ σὲ κακώσαντες καὶ ἐπιχαρέντες τῇ σῇ πτώσει,

Βαρ. 4,31                  Δυστυχείς και αξιοδάκρυτοι είναι εκείνοι, οι οποίοι σου επέφεραν τα κακά αυτά και οι οποίοι εχάρησαν δια την πτώσιν σου.

Βαρ. 4,32           δείλαιαι αἱ πόλεις, αἷς ἐδούλευσαν τὰ τέκνα σου, δειλαία ἡ δεξαμένη τοὺς υἱούς σου.

Βαρ. 4,32                  Αθλιαι και δυστυχείς αι πόλεις, εις τας οποίας ως δούλοι έζησαν τα τέκνα σου. Αθλία θα είναι η περιοχή, η οποία εδέχθη ως αιχμαλώτους και εξορίστους τους υιούς σου.

Βαρ. 4,33           ὥσπερ γὰρ ἐχάρη ἐπὶ τῇ σῇ πτώσει καὶ εὐφράνθη ἐπὶ τῷ πτώματί σου, οὕτως λυπηθήσεται ἐπὶ τῇ ἑαυτῆς ἐρημίᾳ.

Βαρ. 4,33                  Διότι, όπως εχάρη δια την πτώσιν σου και ηυφράνθη δια την συντριβήν σου, έτσι θα λυπηθή δια την ερήμωσιν της, που την αναμένει.

Βαρ. 4,34           καὶ περιελῶ αὐτῆς τὸ ἀγαλλίαμα τῆς πολυοχλίας καὶ τὸ ἀγαυρίαμα αὐτῆς ἔσται εἰς πένθος.

Βαρ. 4,34                  Θα αφαιρέσω την χαράν από τον πολυάριθμον λαόν της και την αλαζονείαν της θα την μεταβάλω εις ένθος.

Βαρ. 4,35           πῦρ γὰρ ἐπελεύσεται αὐτῇ παρὰ τοῦ αἰωνίου εἰς ἡμέρας μακράς, καὶ κατοικηθήσεται ὑπὸ δαιμονίων τὸν πλείονα χρόνον. -

Βαρ. 4,35                  Διότι φωτιά θα επέλθη εναντίον αυτής εκ μέρους του αιωνίου Θεού επί πολύν χρόνον, και θα κατοικήται όχι από ανθρώπους, άλλα από δαιμόνια επί μακρούς χρόνους.

Βαρ. 4,36           Περίβλεψον πρὸς ἀνατολάς, Ἱερουσαλήμ, καὶ ἴδε τὴν εὐφροσύνην τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ σοι ἐρχομένην.

Βαρ. 4,36                  Γυρισε το βλέμμα σου προς ανατολάς, ω Ιερουσαλήμ, και ίδε την χαράν και αγαλλίασιν, η οποία εκ μέρους του Θεού έρχεται προς σέ.

Βαρ. 4,37           ἰδοὺ ἔρχονται οἱ υἱοί σου, οὓς ἐξαπέστειλας, ἔρχονται συνηγμένοι ἀπὸ ἀνατολῶν ἕως δυσμῶν τῷ ῥήματι τοῦ ἁγίου χαίροντες τῇ τοῦ Θεοῦ δόξῃ.

Βαρ. 4,37                  Ιδού, έρχονται τα παιδιά σου, τα οποία είδες να αποστέλλονται εις αιχμαλωσίαν. Ερχονται συνηθροισμένα από ανατολών έως δυσμών, κατόπιν εντολής του αγίου Θεού, χαίροντες και απολαμβάνοντες την δόξαν του Θεού.

 

 

ΒΑΡΟΥΧ 5

 

Βαρ. 5,1            Ἔκδυσαι, Ἱερουσαλήμ, τὴν στολὴν τοῦ πένθους καὶ τῆς κακώσεώς σου καὶ ἔνδυσαι τὴν εὐπρέπειαν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ δόξης εἰς τὸν αἰῶνα.

Βαρ. 5,1                     Βγάλε, ω Ιερουσαλήμ, την πένθιμον ενδυμασιάν σου, την ενδυμασίαν της δυστυχίας σου, φόρεσε στον αιώνα τον άπαντα την μεγαλοπρέπειαν της δόξης του Θεού.

Βαρ. 5,2            περιβαλοῦ τὴν διπλοΐδα τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης, ἐπίθου τὴν μίτραν ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου τῆς δόξης τοῦ αἰωνίου.

Βαρ. 5,2                    Ενδύσου τον ευρύχωρον και πλούσιον χιτώνα, που προέρχεται από την δικαιοσύνην του Θεού· βάλε εις την κεφαλήν σου την μίτραν της δόξης του αιωνίου Θεού.

Βαρ. 5,3            ὁ γὰρ Θεὸς δείξει τῇ ὑπ᾿ οὐρανὸν πάσῃ τὴν σὴν λαμπρότητα.

Βαρ. 5,3                    Διότι ο Θεός θα φανερώση εις όλην την οικουμένην την υπό τον ουρανόν πάσαν την λαμπρότητά σου.

Βαρ. 5,4            κληθήσεται γάρ σου τὸ ὄνομα παρὰ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν αἰῶνα· Εἰρήνη δικαιοσύνης καὶ δόξα θεοσεβείας. -

Βαρ. 5,4                    Ονομα αιώνιον και ένδοξον θα δώση εις σε ο Θεός. Ονομα, που θα σημαίνη Ειρήνη δικαιοσύνης και δόξα θεοσεβείας.

Βαρ. 5,5            Ἀνάστηθι, Ἱερουσαλήμ, καὶ στῆθι ἐπὶ τοῦ ὑψηλοῦ καὶ περίβλεψαι πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἴδε συνηγμένα τὰ τέκνα σου ἀπὸ ἡλίου δυσμῶν ἕως ἀνατολῶν τῷ ῥήματι τοῦ ἁγίου χαίροντας τῇ τοῦ Θεοῦ μνείᾳ.

Βαρ. 5,5                    Σηκω, Ιερουσαλήμ, στάσου εις μέρος υψηλόν, στρέψε τους οφθαλμούς σου προς ανοτολάς και ίδε συγκεντρωμένα τα τέκνα σου από δυσμών ηλίου έως ανατολών, σύμφωνα με τον λόγον του αγίου Θεού. Ιδε αυτά χαίροντα, διότι ο Θεός τα ενεθυμήθη.

Βαρ. 5,6            ἐξῆλθον γὰρ παρὰ σοῦ πεζοὶ ἀγόμενοι ὑπὸ ἐχθρῶν, εἰσάγει δὲ αὐτοὺς ὁ Θεὸς πρὸς σὲ αἰρομένους μετὰ δόξης ὡς θρόνον βασιλείας.

Βαρ. 5,6                    Εβγήκαν από την πόλιν, την Ιερουσαλήμ πεζοί, συρόμενοι εις αιχμαλωσίαν από τους εχθρούς. Τωρα όμως τους επαναφέρει ο Θεός προς σε με δόξαν και τιμήν, ως επάνω εις θρόνον βασιλικόν.

Βαρ. 5,7            συνέταξε γὰρ ὁ Θεὸς ταπεινοῦσθαι πᾶν ὄρος ὑψηλὸν καὶ θῖνας ἀεννάους καὶ φάραγγας πληροῦσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς, ἵνα βαδίσῃ Ἰσραὴλ ἀσφαλῶς τῇ τοῦ Θεοῦ δόξῃ·

Βαρ. 5,7                    Κυριος ο Θεός διέταξε να χαμηλώσουν τα υψηλά όρη και οι αιώνιοι λόφοι, και να γεμίσουν αι φάραγγες, να ισοπεδωθή το έδαφος της γης, να γίνη ομαλόν, δια να βαδίση με ασφάλειαν ο Ισραηλιτικός λαός εις την δόξαν του Θεού.

Βαρ. 5,8            ἐσκίασαν δὲ καὶ οἱ δρυμοὶ καὶ πᾶν ξύλον εὐωδίας τῷ Ἰσραὴλ προστάγματι τοῦ Θεοῦ·

Βαρ. 5,8                    Βαθύσκια θα είναι τα δάση, από όπου θα διέρχονται, και κάθε αρωματώδες δένδρον κατόπιν εντολής του Θεού θα εξαπολύη την ευωδίαν του δια τον ισραηλιτικόν λαόν.

Βαρ. 5,9            ἡγήσεται γὰρ ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ μετ᾿ εὐφροσύνης τῷ φωτὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σὺν ἐλεημοσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ τῇ παρ᾿ αὐτοῦ.

Βαρ. 5,9                    Διότι ο ίδιος ο Θεός θα οδήγηση τον Ισραηλιτικόν λαόν με χαράν στο φως της δόξης του, μαζή με το θείον του έλεος και την θείαν του δικαιοσύνην.