Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
 
Ζητήματα αυτοκριτικής καί επαναπροσδιορισμού
της επισκοπικής μας ευθύνης
 

(Το βιβλίο περιλαμβάνει το κείμενο της εισηγήσεως κατ’ ανάθεσιν της Δ.Ι.Σ. επί θέσεων της εισαγωγικής ομιλίας του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών & πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου στην Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας - Οκτώβριος 2000)

(οι αριθμοί εντός των παρενθέσεων
παραπέμπουν στις σημειώσεις στο τέλος της σελίδας)

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με το υπ’ αριθμ. 5278/2490/5-12-2000 έγγραφό της παρέπεμψε στην επιτροπή μας την μελέτη ενός καιρίου ζητήματος: της εν τω κόσμω εν γένει παρουσίας και συμπεριφοράς με αποστολική λιτότητα και ολιγάρκεια των κληρικών και ιδιαίτερα ημών των επισκόπων. Αφορμή του προβληματισμού και της αυτοκριτικής οι σχετικές προτάσεις της εισαγωγικής ομιλίας του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστοδούλου κατά την τακτική σύγκληση της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τον Οκτώβριο του 2000.

Ελέχθη τότε από τον Μακαριώτατο:

«Ας αρχίσουμε από την αυτοκριτική μας. Και ιδιαίτερα από την αυτοκριτική τη δική μας, των Επισκόπων. Ο λαός αναμένει από εμάς ένα μήνυμα ζωής, το πρότυπο της χριστιανικής ζωής. Είμαστε, χωρίς αμφιβολία, η Εκκλησία της παραδόσεως, της ποιμαντικής προσφοράς και της θεολογικής σκέψεως, πιό πολύ από κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Χρειάζεται όμως να αναχθούμε σε ακόμη ανώτερες σφαίρες πνευματικότητος. Χρειάζεται να δώσουμε προς τα έξω την εικόνα των Επισκόπων της λιτότητος στην καθημερινή ζωή, της αγωνιστικότητος στην υπεράσπιση της πίστεως, της συνεχούς φροντίδας για τα προβλήματα του κόσμου. Οι Επίσκοποι δεν είναι και δεν πρέπει να γίνουν κοσμικοί άρχοντες, η δε επισκοπική αξία δεν έχει καμμία σχέση με τις εξουσίες του κόσμου τούτου. Είμαστε δούλοι των δούλων του Θεού και της φιλοπτωχίας διάκονοι.

'Οποιος από εμάς δεν το κατανοεί αυτό, αδικεί και τον εαυτόν του και την Εκκλησία. Υπάρχουν κάποιοι από εμάς που ζούν με πολυτέλεια, άλλοι που δεν έχουν διάθεση για αγώνες, άλλοι που διάγουν χωρίς την αγωνία του ποιμένα. Τα φαινόμενα αυτά πρέπει να λείψουν, αν θέλουμε να λάβουμε τα μηνύματα που εκπέμπονται από το λαό μας. Ο λαός αυτός μας θέλει απλούς, καταδεκτικούς, πτωχούς, ομολογητές, ανεξάρτητους από δεσμεύσεις, ακέραιους, έντιμους, ταπεινούς και κυρίως πνευματικούς ανθρώπους. Μέ την αυτοκριτική μας μπορούμε να ξαναβρούμε το μυστικό της εποικοδομητικής παρουσίας μας μέσα στον κόσμο».

Ερχόμεθα στις λέξεις­κλειδιά, που συνιστούν τις προτάσεις του ανωτέρω κειμένου και ταυτόχρονα προκλήσεις περαιτέρω μελέτης: αυτοκριτική, λαϊκό αίσθημα και προσδοκία, πνευματικότητα, αποφυγή της εκκοσμικεύσεως, λιτότητα­πιστότητα­αυτοθυσία.

Μέ άλλα λόγια η αυτοκριτική μας οφείλει να υπολογίζει στο λαϊκό αίσθημα όσον αφορά στα επισημειούμενα στοιχεία ταυτότητος και συμπεριφοράς ημών των επισκόπων και γενικότερα των κληρικών.

 

ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗΣ

Η αυτοκριτική αποτελεί επιταγή της ευαγγελικής και εκκλησιαστικής μας παραδόσεως. Είναι εργαλείο πνευματικής ανατομίας των κρυφίων της καρδιάς μας, ειλικρινούς επαν­αξιολογήσεως και εντίμου επανα­προσδιορισμού της εσωτερικής μας ταυτότητος. Είναι ελεγκτής των ποιμαντικών μας ελλείψεων και κελευστής ποιμαντικής ετοιμότητος. Είναι, τέλος, προαγωγός της νήψεως, της προσοχής, της υποταγής στο θείο θέλημα, της ευαρεστήσεως προς τον Χριστό μας, της προόδου στους αναβαθμούς της γνήσιας (καί μοναδικής) πνευματικής ζωής, τ.έ. της καθάρσεως της καρδιάς, του φωτισμού του νοός και της θεώσεως.

Μελετώντας κανείς, ως ενώπιος ενωπίω, τις επανειλημμένες αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις του αποστόλου Παύλου, δεν μπορεί παρά να πεισθή απόλυτα ότι ο μέγας Απόστολος του Χριστού ανέκρινε συνεχώς τον εαυτόν του. Γράφει π.χ. προς τους Φιλιππησίους:

Ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλάβω, εφ’ ω και κατελήφθην υπό του Χριστού Ιησού. αδελφοί, εγώ εμαυτόν ούπω λογίζομαι κατειληφέναι· εν δέ, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού… Συμμιμηταί μου γίνεσθε, αδελφοί, και σκοπείτε τους ούτω περιπατούντας, καθώς έχετε τύπον ημάς (Φιλ. γ΄, 12­15, 17).

Ο Πρώτος μετά τον 'Ενα, μέσα από τα ανωτέρω και πλείστα όσα αυτοβιογραφικά στοιχεία των άλλων επιστολών του, υποδεικνύει τα υψηλά μέτρα του αποστολικού του ζήλου και τα απόλυτα μέτρα του προσωπικού του αγώνα, την στοχοθεσία του αγιασμού, προς την οποία σταθερά και ανυποχώρητα προχωρούσε. “Σκοπώμεν λοιπόν” εξ ημών των επισκόπων [σκοπείτωσαν και οι υφ’ ημάς κληρικοί και λαϊκοί] “τούς ούτω περιπατούντας, καθώς έχομεν τύπον” τον Παύλο. Διότι, αν οι Φιλιππήσιοι χριστιανοί και επίσκοποι και διάκονοι (βλ. Φιλ. α΄, 1) προτρέπονται να αναζητούν μεταξύ των συγχριστιανών τους μιμητάς αυτού τούτου του Αποστόλου, ασφαλώς πρωτίστως εμείς οι Κληρικοί και προεχόντως οι Επίσκοποι οφείλουμε να θέτουμε εις εαυτούς τέτοια υψηλά πρότυπα μιμήσεως. Χωρίς αυτοεξέταση, αυτοκριτική και αυτομεμψία δεν είναι εφικτό να πραγματωθή κάτι τέτοιο, μας πληροφορεί η νηπτική ανθρωπογνωσία.

Νά υπενθυμίσουμε τα Κυριακά λόγια της Αποκαλύψεως που απευθύνονται σε Επισκόπους, και μάλιστα της Αποστολικής περιόδου;

Μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον  (Αποκ. β΄, 2, 4­5).

Γίνου πιστός άχρι θανάτου  (β΄10).

Μετανόησον ούν· ει δε μή, έρχομαί σοι ταχύ  (β΄ 16).

'Ονομα έχεις ότι ζής, και νεκρός εί. γίνου γρηγορών, και στήριξον τα λοιπά α έμελλον αποθανείν· ου γαρ εύρηκά σου τα έργα πεπληρωμένα ενώπιον του Θεού μου. μνημόνευε ουν πως είληφας και ήκουσας, και τήρει και μετανόησον  (γ΄ 1­3).

Κράτει ο έχεις, ίνα μηδείς λάβη τον στέφανόν σου  (γ΄ 11).

Ούτως ότι χλιαρός εί, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου… εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω· ζήλευε ουν και μετανόησον  (γ΄ 15, 19).

'Αν όλα αυτά ίσχυαν πρωτίστως για τους αμέσους διαδόχους των Αποστόλων, τότε με πολλαπλάσια βαρύτητα ισχύουν για μάς. Οι ελεγκτικοί διαγνωστικοί λόγοι του Αγίου Πνεύματος ισοδυναμούν με αναπόδραστη κλήση για επίμονη ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ και ΜΕΤΑΝΟΙΑ (βλ. τις ανωτέρω υπογραμμίσεις).

 

ΚΡΙΤΗΡΙΑ  ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗΣ

Μετά από αυτά τα παραθέματα, γνωστά τοις πάσι, αλλά και παραδεδομένα στη λήθη, τίθεται το τριπλό ερώτημα: η ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ημών των Επισκόπων επί τη βάσει ποίων κριτηρίων θα ασκείται;

— επί τη βάσει της (κατά την προσωπική μας γνώμη) ιδανικής εικόνος ενός συγχρόνου Επισκόπου; (καί πόσο ασφαλής είναι;)

— επί τη βάσει των αναγκών και των απαιτήσεων του κόσμου; (καί τίνος κόσμου;)

— επί τη βάσει των συγκεκριμένων σε κάθε ειδική περίπτωση απαιτήσεων του Θεού; (καί πως θα τις γνωρίζουμε;)

Μπορούν να αποτελούν έσχατο κριτήριο αξιολογήσεως της ζωής και δράσεώς μας οι (διαμορφωμένες, έστω, μέσα από την εκκλησιαστική μας πείρα) προσωπικές μας απόψεις; 'Αν ίσχυε αυτό, τότε ασφαλώς η προσωπική μας αυτοσυνειδησία θα ήταν το θεμέλιο της αυτοκριτικής μας. 'Ισως εν τοις πράγμασι να ενεργούμε πολλές φορές με την εντύπωση πως η προσκτηθείσα εκκλησιαστική πείρα μας παρέχει ­άνευ ετέρου­ το πλαίσιο ασφαλούς αυτοκριτικής. 'Ομως, πόσο επαρκής και ασφαλής είναι η προσκτηθείσα πείρα; Και πόσο ασφαλής και επαρκής αυτοκριτική δύναται να εδρασθή επ’ αυτής και μόνης;

Θα καταφύγουμε και πάλι στον απ. Παύλο και ιδιαίτερα στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, όπου συμβαίνει να υπάρχουν οι μόνες Καινοδιαθηκικές αναφορές για το ζήτημά μας· σ’ αυτήν την Επιστολή ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί πλειστάκις το ρήμα “ανακρίνειν”. Γράφει, λοιπόν:

Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού. 'Ο δε λοιπόν ζητείται εν τοις οικονόμοις ίνα πιστός τις ευρεθή. Εμοί δε εις ελάχιστον εστιν ίνα υφ’ υμών ανακριθώ ή υπό ανθρωπίνης ημέρας· αλλ’ ουδέ εμαυτόν ανακρίνω. Ουδέν γαρ εμαυτώ σύνοιδα· αλλ’ ουκ εν τούτω δεδικαίωμαι· ο δε ανακρίνων με Κύριός εστιν  (Α΄ Κορ. δ΄, 1­4).

Ο μεν πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται. Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ος συμβιβάσει αυτόν; Ημείς δε νουν Χριστού έχομεν  (Α΄ Κορ. β΄, 15­16).

Πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει· πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα οικοδομεί. μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος… Συνείδησιν δε λέγω ουχί την εαυτού, αλλά την του ετέρου. Ινατί γαρ η ελευθερία μου κρίνεται υπό άλλης συνειδήσεως;… Απρόσκοποι γίνεσθε και Ιουδαίοις και 'Ελλησι και τη εκκλησία του Θεού, καθώς καγώ πάντα πάσιν αρέσκω, μη ζητών το εμαυτού συμφέρον, αλλά το των πολλών, ίνα σωθώσι  (βλ. Α΄ Κορ. ι΄, 23­33).

Κατά τον απόστολο Παύλο ο μόνος ανακρίνων είναι ο Κύριος, μοναδικός κριτής αξιολογήσεως του ποιμαντικού έργου, και κανένας απολύτως άλλος. Ωστόσο, και ο Παύλος καθ’ εαυτόν ασκεί αυτοκριτική και ομολογεί “ουδέν εμαυτώ σύνοιδα”. Είναι αυτονόητο ότι ο άνθρωπος ως έχων συνείδηση οφείλει δι’ αυτής να ανακρίνει τον εαυτόν του.

Επιπλέον, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την ευαισθησία της συνειδήσεως των συναθρώπων, ώστε να μη γίνεται σ’ αυτούς η διαγωγή του πρόσκομμα απωλείας.

Συμπερασματικά, λοιπόν, τονίζουμε ότι η ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ μας πρέπει να ασκηθή:

— βάσει του (αποκαλυμμένου και κατά τούτο εγνωσμένου) θείου θελήματος

— βάσει των πνευματικών (τ.έ. των προς σωτηρίαν) αναγκών του κόσμου

— βάσει των κατευθύνσεων και ελέγχων της προσωπικής συνειδήσεως.

Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση ειδικά ο Παύλος [καί οι της Παυλείου εμπειρίας “θεόπται”] ως έχων “νούν Χριστού”, δηλαδή έχοντας φθάσει στην κατάσταση της θεώσεως, δύναται να ανακρίνει πάντα τα Πνευματικά ζητήματα (χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων), ενώ ουδείς στερούμενος “νούν Χριστού” δύναται να ανακρίνει τις πνευματικές του εμπειρίες.

Αυτή όμως η ιδιαιτερότητα της Παυλείου αυτοσυνειδησίας σε συνδυασμό με την ευαισθησία της αυτοκριτικής του επιτείνει τη δική μας ευθύνη. 'Αν ο θεόπτης και πνευματοκίνητος Απόστολος “έχων νουν Χριστού” δεν έπαυε να ανακρίνει το έργο και τη ζωή του αναφερόμενος στο Θεό και υπολογίζοντας όχι μόνο τους εντός της Εκκλησίας, αλλά και τους εκτός αυτής, τι θα πρέπει να κάνουμε εμείς στερούμενοι ­κατά κανόνα­ της αγιοπνευματικής εμπειρίας του έχοντος (κατά την φιλοκαλική ερμηνεία) νουν Χριστού;

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ…

Ο Παύλος(1) δεν σταματά εκεί. Ειλικρινά μένει κανείς κατάπληκτος διερευνώντας ειδικά μέσα από τις Επιστολές του την αποστολική ευσυνειδησία του μεγάλου Εθναποστόλου. Γράφει π.χ. στους Κορινθίους:

Η γαρ καύχησις ημών αύτη εστί, το μαρτύριον της συνειδήσεως ημών, ότι εν απλότητι και ειλικρινεία Θεού, ουκ εν σοφία σαρκική, αλλ’ εν χάριτι Θεού ανεστράφημεν εν τω κόσμω, περισσοτέρως δε προς υμάς… Καύχημα υμών εσμεν, καθάπερ και υμείς ημών, εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού  (Β΄ Κορ. α΄, 12­14).

Ει μη χρήζομεν, ώς τινες συστατικών επιστολών προς υμάς ή εξ υμών συστατικών; Η επιστολή ημών υμείς εστε, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις υμών, γινωσκομένη και αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων, φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ ημών… Πεποίθησιν δε τοιαύτην έχομεν διά του Χριστού προς τον Θεόν. Ουχ ότι ικανοί εσμεν αφ’ εαυτών λογίσασθαί τις ώς εξ εαυτών, αλλ’ η ικανότης ημών εκ του Θεού  (Β΄ Κορ. γ΄, 1­6).

Ιδού η αυτοσυνειδησία του Παύλου ως Αποστόλου (καί πνευματικού κηδεμόνος του λαού): απλότητα, ειλικρίνεια ένθεη, χωρίς καμιά κοσμική επιτήδευση, με εναργή τη Χάρη του Θεού ως εμπνευστή και καθοδηγητή!

Ιδού και το καύχημά του και το λαϊκό του έρεισμα, όχι όμως προς κοσμική επιβράβευση ή αυτοδικαίωση: οι ίδιοι οι Κορίνθιοι—καρπός του αποστολικού του μόχθου αποτελούν καθ’ εαυτούς την καλύτερη συστατική επιστολή για το αποστολικό του έργο. Απομένει μάλιστα να δώσουν αμοιβαία μαρτυρία εγκαυχήσεως, ο μεν Παύλος για τους Κορινθίους, και οι Κορίνθιοι για τον Παύλο, όχι βεβαίως ενώπιον του κόσμου, αλλ’ ενώπιον του Θεού!

Τούς τα υπενθυμίζει και τα επισημαίνει μάλιστα όλα αυτά, με ένα και μοναδικό κίνητρο (τήν βαθειά πνευματική αγάπη του προς αυτούς), με ένα και μοναδικό σκοπό (τήν εμβίωση του αποστολικού του κηρύγματος προς ιδικήν τους πνευματική οικοδομή). Δεν κομπορρημονεί, αλλά καθώς έχει να αντιμετωπίσει ψευδαποστόλους και επαπειλείται η νεόφυτος Εκκλησία, αναγκάζεται να επικαλεσθή το πνευματικό (θά λέγαμε) λαϊκό αίσθημα, το αίσθημα του λαού του Θεού.

Ο Παύλος βεβαίως επικαλείται μέν, αλλά δεν στηρίζεται στο λαό του Θεού· ερείδεται στον εν αυτώ ζώντα Θεό. Αισθάνεται την ανάγκη να επικαλεσθή επανειλημμένα κυρίως τον Θεό ως μάρτυρα της αυτοσυνειδησίας του. Και το ότι διά μέσου του δικού του αποστολικού μόχθου οι Κορίνθιοι έγιναν επιστολή γραμμένη από τον Χριστό με το Πνεύμα του ζώντος Θεού (μέ άλλα λόγια η αποστολική του ικανότητα και επιτηδειότητα) αυτό προέρχεται και το προσεπιγράφει στο Θεό.

Και στην Α΄ Επιστολή του τους είχε επίσης γράψει:

Ουκ ειμί απόστολος; Ουκ ειμί ελεύθερος; Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα; Ου το έργον μου υμείς εστε εν Κυρίω; Ει άλλοις ουκ ειμι απόστολος, αλλά γε υμίν ειμι… Η εμή απολογία τοις εμέ ανακρίνουσιν αύ- τη εστί· μη ουκ έχομεν εξουσίαν φαγείν και πιείν; …

Ει ημείς υμίν τα πνευματικά εσπείραμεν, μέγα ει ημείς υμών τα σαρκικά θερίσομεν; Ει άλλοι της εξουσίας υμών μετέχουσιν, ου μάλλον ημείς; Αλλ’ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού.

Ουκ οίδατε ότι τα ιερά εργαζόμενοι εκ του ιερού εσθίουσιν… Εγώ δε ουδενί εχρησάμην τούτων…

Τις ουν μοι εστίν ο μισθός; 'Ινα ευαγγελιζόμενος αδάπανον θήσω το ευαγγέλιον του Χριστού, εις το μη καταχρήσασθαι τη εξουσία μου εν τω ευαγγελίω. Ελεύθερος γαρ ων εκ πάντων πάσιν εμαυτόν εδούλωσα, ίνα τους πλείονας κερδήσω· … Τούτο δε ποιώ διά το ευαγγέλιον, ίνα συγκοινωνός αυτού γένωμαι…

Εγώ τοίνυν ούτω τρέχω, ως ουκ αδήλως, ούτω πυκτεύω, ως ουκ αέρα δέρων, αλλ’ υπωπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι. (Α΄ Κορ. θ΄, 1­27).

 

…ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ

'Ενας από τους πειρασμούς της εξουσίας είναι η ψευδαίσθηση της επικυριαρχίας των ανθρώπων και  η αυταπάτη της ιδίας εξασφαλίσεως δι’ αυτού του τρόπου (τ.έ. εξασφαλίσεως κενής δόξης, ιδιοτελούς πορισμού και γηίνων διευκολύνσεων ή απολαύσεων, υπό ή άνευ προσχημάτων). Ειλικρινώς δεν γνωρίζω αν η λεγομένη (αρχ)ιερατική μας εξουσία (εξουσία αποκλειστικώς χριστοκεντρική και κατά τούτο θεωρητικώς σταυρώσιμος και θυσιαστική) ασκείται υφ’ ημών απάντων πάντοτε εντός των ανωτέρω πλαισίων του παυλείου αποστολικού προτύπου, μη καταχρωμένη ουδενί των “εξουσιαστικών” δικαιωμάτων, μη χρωμένη ουδενί των στοιχειωδών απολαυών, με θυσιαστική δουλικότητα “ίνα τους πλείονας κερδήση”, με συνεχή ασκητική δουλαγωγία του σωματικού “εγώ”. Διότι σ’ αυτό το ιερό πρότυπο όχι απλώς ενυλώνονται όσα ετέθησαν ως προβληματική του θέματός μας (απλότητα, λιτότητα, πνευματικότητα, φροντίδα του λαού, αποφυγή σκανδαλισμού κ.τ.ό), αλλά και υπερβαίνονται.

Πάντως, ακόμη και αν ασκούμε με πρότυπο τον Παύλο την επισκοπική μας εξουσία (ο Παύλος θα ένιωθε και θα έπραττε και θα ομιλούσε για διακονία και υπηρεσία, όχι για εξουσία), πάλι είμεθα υποδεέστεροι εκείνου. Διότι εμείς ούτε θεόπτες και απόστολοι είμεθα ούτε συνεστήσαμε εκ του μηδενός και εξ απίστων την τοπική μας Εκκλησία ούτε η πατροπαράδοτη θεοσέβεια των υφ’ ημάς κληρικών και λαϊκών εποφείλεται στον ημετέρο ιεραποστολικό μόχθο· “άλλοι κεκοπιάκασι, και ημείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθαμεν”.

Το τεράστιο αποστολικό του έργο με μια ακαταπαύστως νήφουσα χριστοκεντρική συνείδηση ο Απόστολος το επιγράφει στη Χάρη του Θεού ταπεινοφρονών. Πάνω σ’ αυτό το κολοσσιαίας μεγαλοσύνης άγιο και απολύτως θεάρεστο υπόδειγμα ο καθείς δύναται να προσμετρήσει την σπιθαμιαία ασημαντότητα των οσωνδήποτε ποιμαντικών και ασκητικών του κόπων.

Και παρά ταύτα, ο μεν ο Παύλος αισθάνεται οφειλέτης έναντι των ανθρώπων, εμείς δ’ ενίοτε απαιτούμε οφειλήν εξιδιασμένης τιμής από τους ανθρώπους. Και επενδύουμε τον υποκρυπτόμενο τύφο κάτω από τον αναντιρρήτως ιερό και χαριτόδωρο συμβολισμό της διακονίας μας “εις τύπον και τόπον Χριστού”. Ασφαλώς και είμεθα “προκαθήμενοι εις τόπον Θεού” κατά τον θεοφόρο Ιγνάτιο, και τοιουτοτρόπως καλούνται να προσβλέπουν σε μας κλήρος και λαός. Αλλ’ όμως, κατά Συμεών τον νέο θεολόγο, πόσο κεκαθαρμένοι, φωτισμένοι και θεωμένοι είμεθα;

 

ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΤΩΣΗ

Σέ αντίθεση με τα ανωτέρω αποστολικά μέτρα, η διαιώνια εκκλησιαστική ιστορία —στήν οποία επί του παρόντος συνεισφέρουμε έκαστος ημών την θετική ή αρνητική ή ουδέτερη συνδρομή του— έχει να επιμαρτυρήσει την επιβεβαίωση των τραγικών επισημάνσεων του Παύλου προς τους από Εφέσου πρεσβυτέρους της Εκκλησίας στη Μίλητο (βλ. Πράξεις κ΄, 17 εξ.). Τηρουμένων μεταφορικώς των αναλογιών, σε κάθε εποχή η Εκκλησία μας μετακαλεί ενώπιον των αγίων Αποστόλων και Ιεραρχών της. Και δι’ αυτών μας επισημαίνει την ΤΕΡΑΣΤΙΑ ευθύνη μας να εμβιώνουμε και να προβάλλουμε όσα η εκκλησιαστική Παράδοση έχει κατοχυρώσει, όσα η ποιμαντική των Αγίων έχει καθιερώσει, όσα ο Θεός και το κήρυγμα των Θεοφόρων έχει αποκαλύψει.

Αντ’ αυτών —διαπιστώνει ο (μετά Παύλον Παύλος) ιερός Χρυσόστομος— ότι εμφιλοχωρούν άλλα κίνητρα και ενεργοποιούνται άλλες πρακτικές οθνείες προς το Πνεύμα του Χριστού. Μέ την τρίτη ομιλία του στις Πράξεις των Αποστόλων, ο ανυποχώρητος οικουμενικός Πατήρ σε μια από τις συνήθεις αποστροφές της χειμαρρώδους εμπνεύσεώς του αφορμάται από την εκλογή του Ματθία και εξηγεί “γιά ποιό λόγο έχει γίνει περιμάχητη” η ανάδειξη στο επισκοπικό αξίωμα: δεν είναι η φροντίδα και προστασία των χριστιανών, αλλά η δόξα και η ανάπαυση!

'Οποιος εμπνέεται από τα πρώτα κίνητρα, βεβαίως υπομένει ποικίλους κόπους και φροντίδες νύχτα και ημέρα, προτάσσοντας τη σωτηρία τόσων πολλών πριν από τη δική του, μεριμνώντας για το κήρυγμα και τη διδαχή, αγωνιώντας για τις σωστές χειροτονίες. 'Ενας τέτοιος επίσκοπος μοιάζει με το κλυδωνιζόμενο σε θαλασσοταραχή πλοίο, καθώς γίνεται δέκτης σχολίων και κατηγοριών και επιθέσεων και περιφρονήσεων.

Μέ μια αφοπλιστική κατηγορηματικότητα τονίζει: Δέ νομίζω ότι είναι πολλοί ανάμεσα στους ιερείς (ΣΣ. εννοεί τους Επισκόπους, κυρίως) εκείνοι που σώζονται, αλλά πολύ περισσότεροι είναι εκείνοι που χάνονται, και αιτία είναι πως αυτό το λειτούργημα χρειάζεται γενναία ψυχή. Διότι έχει πολλές ανάγκες που τον αναγκάζουν να εξέλθει από τον γνωστό χαρακτήρα του και χρειάζεται από παντού μυρίους οφθαλμούς. Απαριθμεί μάλιστα τις ευθύνες έναντι του Θεού, αν πεθάνει κάποιος αβάπτιστος, χωρίς να τον προλάβει ο επίσκοπος, ή αν αμαρτήσει κάποιος πρεσβύτερος ή διάκονος, οπότε η ευθύνη βαρύνει τον χειροτονήσαντα!

Και συμπεραίνει ο ιερός Πατήρ: 'Ωστε, αν έσπευδε κάποιος να πεί ότι η αρχιερωσύνη είναι για την προστασία του ποιμνίου, κανένας δεν θα την δεχόταν αμέσως. Τώρα δέ, όπως ακριβώς τις κοσμικές εξουσίες, έτσι επιδιώκουμε κι αυτή. Διότι, για να δοξασθούμε, για να τιμηθούμε από τους ανθρώπους, χάνουμε τη σωτηρία μας κοντά στο Θεό.

Παρακατιών συμβουλεύει τους επισκόπους να αναλογισθούν την σκληρή τιμωρία του Μωυσή, παρ’ όλες τις τεράστιες θυσίες και την μεγάλη εγκαρτέρηση που είχε προεπιδείξει, για ένα και μόνο αμάρτημα (ότι επηρεάστηκε από το έλλειμμα πίστεως του λαού)! Καταλήγει με μια φοβερή επιτίμηση ότι οι σύγχρονοί του επίσκοποι και ιερείς σάν τους ποιμένες της προφητείας του Ιεζεκιήλ (βλ. Ιεζ. λδ, 2­3) όχι μόνο δεν αμύνονται ενάντια στους καταπιεστές των πτωχών, αλλά τουναντίον κατατρώγουν οι ίδιοι το ποίμνιο. Και ερωτά ρητορικά, με τι πρόσωπο θα μπορούσαν να αντικρίσουν τέτοιοι ποιμένες εκείνους τους οποίους οι ίδιοι με ποικίλες χρηματικές εκδουλεύσεις επιστράτευσαν ώστε να συνεργήσουν για την επισκοπική ανέλιξή τους (ι. Χρυσοστόμου, Εις τας Πράξεις ομιλία Γ΄, Ε.Π.Ε. 58, ι. Χρυσοστόμου 'Εργα τ.15,  Θεσσαλονίκη: 1983, σσ. 106 εξ.).

Γιά τον ρεαλισμό της θεοφιλίας και θεογνωσίας του ιερού Πατρός κάθε ιδιοτελής απόκλιση είναι απόβλητη: Ανήλθες σε κάποιο μεγάλο αξίωμα και κατέλαβες εκκλησιαστική εξουσία; Μήν υπερηφανεύεσαι· δεν κατέκτησες από μόνος σου αυτό το μεγαλείο, αλλ’ ο Θεός σε έντυσε μ’ αυτό. Λοιπόν, να σέβεσαι την εξουσία αυτή, χωρίς να κάνεις κατάχρηση, χωρίς να την χρησιμοποιείς για ανάρμοστους σκοπούς, χωρίς να φουντώνεις από έπαρση, χωρίς να την σφετερίζεσαι (αφού ανήκει στον Θεό) (Εις Α΄ Κορ., ομιλ. 10, 3, Ρύ 61, 85). 'Ισως το ολιγότερο που αναλογίζεται κανείς, αναδεχόμενος την επισκοπική ευθύνη, είναι η τεράστια κι αναπόδραστη ευθύνη· και δεν εννοούμε απλώς μια ψιλή αίσθηση υπευθυνότητος, αλλά τον συγκλονισμό της ψυχής έναντι του ζώντος και κρυφιογνώστου Θεού.

* * *

ΜΕΓΑΛΕΙΟ­ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

Πρό του ιερού Χρυσοστόμου ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει πολλά και περισπούδαστα στον Απολογητικό για τη φυγή του στον Πόντο μετά τη χειροτονία του σε Πρεσβύτερο (Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής ένεκεν, και αύθις επανόδου εκείθεν μετά την του πρεσβυτέρου χειροτονίαν, εν ω τι το της ιερωσύνης επάγγελμα, §§ 1­ 117, ΕΠΕ 18, Γρηγορίου Θεολόγου 'Εργα, τ. 1, Θεσσαλονίκη: 1975, σσ. 73­215). Είναι ένα εκτενέστατο Δοκίμιο περί ιερωσύνης, θαυμασιότατο κείμενο, ερανιστής των κυριοτέρων αναφορών της Παλαιάς (κυρίως εκ των Προφητειών) και της Καινής Διαθήκης (κυρίως εκ του Αποστόλου Παύλου) περί του ύψους, της αποστολής, των αγίων προϋποθέσεων, των ευθυνών, της αθλιότητος των ασυνειδήτων κληρικών, των επαπειλουμένων φοβερών θεηλάτων τιμωριών. Είναι τόσον εκτενής, τόσο μεστός, τόσο αριστοτεχνικός ο Λόγος αυτός του θεόφρονος Πατρός, ώστε είναι αδύνατο να παρατεθή, έστω και ένα σχεδιάγραμμα στην παρούσα εισήγηση.

Μάλλον θα ήταν σωφρονέστερο, οι πάντες να μελετήσουμε και να μελετούμε από καιρού εις καιρόν αυτόν τον θεσπέσιο Λόγο και να αντικρίζουμε σ’ αυτόν ωσάν σε καθρέπτη την δική μας πνευματική, επισκοπική (καί ιερατική, οι ιερείς) και ποιμαντική κατάσταση. Μόνο με τα κριτήρια που θέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον παρόντα Λόγο του, ή μάλλον ο Κύριος και Μέγας Αρχιερεύς διά της Αγίας Γραφής μέσα από την Γρηγοριανή ανακεφαλαίωσή της, θα είναι ενδελεχής η αυτοκριτική μας. Θα αισθανθούμε βεβαίως πολύ μεγάλη αμηχανία, αντιλαμβανόμενοι τεράστια ελλείμματα ασκητικής νηπτικής πράξεως και κεκαθαρμένης θεωρίας, αδικαιολόγητη ολιγωρία ως προς την μελέτη των απαιτήσεων του Θεού μέσα από την Αγία Γραφή, ασύγγνωστη σπουδή στο να αναλάβουμε την πιό κρίσιμη ευθύνη έναντι του Θεού χωρίς να υπολογίσουμε την λογοδοσία ενώπιον του φρικτού κριτηρίου Του.

Ελάχιστα αποσπάσματα, λόγω της προφανούς ποιητικότητος και περιεκτικότητός τους, θα παραθέσουμε ενδεικτικά για το υψηλόνουν (αρχ)ιερατικό φρόνημα το οποίο —κατά τον θεόπτη και θεολόγο Πατέρα— πρέπει να μας διαπνέει.

Εξομολογείται την αγωνία του για την τεράστια ευθύνη που επωμίσθηκε: Από αυτές τις σκέψεις κυριαρχούμαι εγώ και τη νύχτα και τη μέρα. Αυτά τα πράγματα καίνε το νού μου και κατατρώγουν τις σάρκες μου και δεν μου επιτρέπουν να καυχηθώ και να υψηλοφρονήσω. Αυτά μου ταπεινώνουν την ψυχή, μου φοβίζουν το νού, δένουν τη γλώσσα μου και δεν με αφήνουν να ομιλήσω με εξουσία ως άρχων, για να ανορθώσω και να κυβερνήσω άλλους, πράγμα που απαιτεί μεγάλη δύναμη και ανωτερότητα, αλλά με παρακινούν να φροντίσω να αποφύγω εγώ ο ίδιος την μελλοντική οργή και να καθαρίσω λίγο τον εαυτόν μου από το δηλητήριο της κακίας (§ 71).

Θεωρεί π.χ. την ιερατική διακονία ως πνευματική θεραπευτική τέχνη. Σκοπός της να δώσει φτερά στην ψυχή, να την αρπάξει από τον κόσμο και να την δώσει στο Θεό, και να διατηρήσει μεν το κατ’ εικόνα όταν αυτό διατηρείται, ή να το κρατήσει από το χέρι όταν κινδυνεύει να χαθή, ή όταν έχει διαρρεύσει ή διαλυθή να το επαναφέρει, και να βάλει τον Χριστό να κατοικήσει στις καρδιές με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τέλος δέ, το και κυριότερο, να κάνει θεό και άξιο της ουρανίου μακαριότητος εκείνον που ανήκει στην παράταξη αυτή(2) (§ 22).

Πρέπει να καθαρίσουμε πρώτα τους εαυτούς μας, και έπειτα να καθαρίσουμε άλλους. Νά αποκτήσουμε σοφία, κι έπειτα να κάνουμε και τους άλλους σοφούς. Νά γίνουμε φώς, για να φωτίσουμε. Νά πλησιάσουμε οι ίδιοι στο Θεό, για να φέρουμε κοντά και τους άλλους. Νά αγιασθούμε, για να αγιάσουμε, να πιάσουμε με τα χέρια και να οδηγήσουμε, να συμβουλεύσουμε με σύνεση(3) (§ 71).

Δεν διστάζει να εκφράσει τους φόβους του μήπως ριφθή έξω του νυμφώνος, μολονότι ομολογεί ότι και η μητέρα του, όταν τον κυοφορούσε, τον είχε αφιερώσει στο Θεό και ο ίδιος αντιμετωπίζοντας κίνδυνο πνιγμού σε θαλασσοταραχή είχε ανανεώσει την υπόσχεση και είχε αφιερώσει στο Θεό τα πάντα! (§ 77)

Μέ απαράμιλλο λυρισμό, αλλά και αφοπλιστική κατηγορηματικότητα επισημαίνει τις πνευματικές προϋποθέσεις θεαρέστου αναδοχής της ιερωσύνης (§§ 95—101).

Μετά από τέτοιες υψηλές πρϋποθέσεις Αγιογραφικώς κατοχυρωμένες τις οποίες βασίμως θεωρεί προαπαιτούμενες, είναι να απορεί κανείς πως αποδέχθηκε την ποιμαντική ευθύνη του Πρεσβυτέρου ο μέγας αυτός Θεολόγος, ο θεολογήσας μετά του Πνεύματος τα του Πνεύματος. 'Ομως, εξηγεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ότι ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην ευθύνη προ του αξιώματος και στην εντολή της υπακοής. Επιπλέον δέ, επικαλείται υπέρ εαυτού ως προς μεν την αναβλητικότητα το παράδειγμα του διστάζοντος Μωυσή και του νεαρού Ιερεμία, ως προς δε την υπακοή την προθυμία του Ααρών και του Ηλία.

Εκ παραλλήλου προς τα ανωτέρω, με τον τεράστιο πλούτο των Αγιογραφικών τεκμηριώσεων που παραθέτει, μας δίνει κι άλλο ένα άριστο παράδειγμα επισταμένης μελέτης και συνεχούς ανατροφοδοσίας από την Αγία Γραφή. Κυριολεκτικά πλέει ο νους του μέσα στο λόγο του Θεού, το οποίο άνευ εξαιρέσεως συναντούμε σε όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Μάλιστα στους Αγίους δεν έχουμε μόνο προσεκτική μελέτη και ερμηνεία­ανάλυση της Αγίας Γραφής είτε προς ιδίαν οικοδομήν είτε προς κηρυκτικήν διακονία (εξ ου και έχουμε τα ερμηνευτικά υπομνήματα ή εκτενέστερες ερμηνευτικές ομιλίες), αλλ’ ακόμη και αποστήθιση της Αγίας Γραφής, του Ψαλτήρος (σύνηθες στη Μοναχική παράδοση), των Προφητών (π.χ. του Προφήτου Ησαΐα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ο Ομολογητής σε επιστολή προς τον θείο και Γέροντά του όσιο Πλάτωνα τον Στουδίτη)!

Συμπέρασμα και από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο: κάθαρση, φωτισμός, αγιωσύνη είναι τα πλαίσια θεαρέστου ασκήσεως της (Αρχ)ιερωσύνης. Και μάλιστα, είναι ευνόητο ότι τέτοιους στόχους και τέτοια πλαίσια δεν τους θέτει το λαϊκό πλήρωμα, αλλά τους επιβάλλει και νομοθετεί η θεοδόμητη της Εκκλησίας ταυτότητα και η θεοκέλευστη αποστολή Της. Οι απαιτήσεις του κόσμου είναι άλλου επιπέδου, αλλ’ εμείς οφείλουμε να τον αναγάγουμε στο “Θεόν ποιήσαι”, υπακούοντας στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και πάνω απ’ όλα στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό (βλ. ένθ. αν., § 23: …καί το κεφάλαιον, Θεόν ποιήσαι, και της άνω μακαριότητος, τον της άνω συντάξεως.τούτο ημίν ο παιδαγωγός βούλεται νόμος· τούτο οι μέσοι Χριστού και νόμου προφήται· τούτο ο του πνευματικού νόμου τελειωτής και το τέλος Χριστός· τούτο η κενωθείσα θεότης· τούτο η προσληφθείσα σάρξ).

Τι από όλα αυτά διαθέτουμε; Τι από όλα αυτά επιδιώκουμε; Κι αν δεν έχουμε τέτοια πλαίσια ή, έστω, στόχους συνειδητής ασκήσεως και αναγωγής του καθ’ ημάς πληρώματος, τότε μήπως προσωπικά αποσφαλλόμεθα και ποιμαντικώς μειοδοτούμε; Μήπως, διάδοχοι όντες και φορείς του ιερωτάτου Χαρίσματος, πολλώ κάτω κείμεθα του ιερατεύειν Θεώ; (ένθ. αν. § 111). 'Οσο βαριά κι αν ακούγεται η φράση, όταν την υιοθετεί για τον εαυτό του ένας Γρηγόριος ο Θεολόγος, τι να αντείπουμε εμείς…

* * *

ΠΑΓΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ

Και δεν είναι μόνον οι προειρημένοι άγιοι Πατέρες! Μολονότι, και να ήσαν μόνον αυτοί, έγκριτοι όντες (κατά προσφιλή της Ζ΄ Οικουμενικής γενικό περί των Πατέρων χαρακτηρισμό), αρκούν ως απλανείς οδηγοί. Υπάρχει ή μάλλον θα μπορούσε να υπάρξει περίπτωση αγίου Πατρός που να επεδείκνυε κάποια συγκατάβαση ως προς τα υψηλά μέτρα θεοβραβεύτου αρετής και ποιμαντικής υπευθυνότητος της (Αρχ)ιερατείας;

Θα μπορούσαμε δειγματοληπτικώς να αναφερθούμε και στον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, ο οποίος π.χ. στην επιστολή του Αναστασίω Επισκόπω Κνωσίας (ΡG 99, 945D, 948Α­D) τονίζει θετικώς μεν τα περικοσμούντα την ποιμαντορία του παραλήπτη Επισκόπου προτερήματα και αρνητικώς όσα εκείνος σωφρόνως αποφεύγει, “τά της εναντίας μερίδος των κακών ποιμένων”:

Ο επίσκοπος είναι έφορος και υπεύθυνος για όλα όσα διαπράττουν οι αρχόμενοι. Οφείλει να είναι άγγελος ασίγητος, που διακηρύσσει τα δικαιώματα του Θεού· ακοίμητο μάτι που επιβλέπει την πορεία καθενός από τους ποιμαινομένους· μίμημα Χριστού, προς το οποίο προσέχοντας οι ακολουθούντες ρυθμίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με το Ευαγγέλιο· αστέρας φωτεινός αειλαμπής για να τον βλέπουν και να διορθώνονται όσοι νυκτομαχούν από την άγνοια και την αμαρτία τους· προσφέρων ως ζωογόνο βροχή την διδασκαλία σε όσους διψούν τη σωτηρία τους· ο μέγιστος οικονόμος που θα δώσει απολογία για τη ζωή του καθενός στον καιρό της ανταποδόσεως. Συνεπώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαθμίδα της προς Θεόν εγγύτητος και αγάπης ούτε αντάξια υψηλότερης αμοιβής από την τόσο σπουδαία αυτή επιστασία· σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού προς τον κορυφαίο απόστολο Πέτρο “Ει φιλείς με, Πέτρε, πλείον τούτων, ποίμαινε τα πρόβατά μου”. Αλλά και δεν υπάρχει επικινδυνότερη και ολεθριότερη ασχολία για όσους την ασκούν αναξίως.

Παρακατιών ο 'Αγιος, απαριθμεί την επιδεικνυόμενη από τον παραλήπτη γνήσια επισκοπική φροντίδα για τις διάφορες κατηγορίες ποιμαινομένων (βεβαιοπίστων, πλανωμένων, εξασθενημένων στην πίστη και στο ήθος, μοναχών, κληρικών, χηρών, ορφανών, αδικουμένων).

Δεν διστάζει να στηλιτεύσει την αλλοτρίωση των ανθρωπίνως και ου θεϊκώς επιπηδώντων τω ύψει της προστασίας, μόνο και μόνο για να υψώνουν το φρύδι τους αυστηρά στους κατωτέρους και να προκάθηνται με σοβαροφάνεια έναντι των άλλων επισκόπων…

Η προεκτεθείσα επιχειρηματολογία αποτελεί σταθερή και αμετακίνητη “γραμμή” του θεοφίλου και θεοσόφου ποιητού Οσίου σε όλες τις παρόμοιες προς Επισκόπους ή Ιερείς, αλλά και προς Μοναχούς και 'Αρχοντες Επιστολές του, ανεξάντλητο ορυχείο πνευματικού πλούτου, άριστη συναγωγή της εκκλησιαστικής και πατερικής παραδόσεως περί ποιμαντικής.

* * *

Νά μνημονεύσουμε και τον όντως Στουδίτη άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο; Ο Θεόπτης και εξ Αγιοπνευματικής πείρας Θεολόγος με τον χαριτωμένο λόγο του μας μεταφέρει στην ουσία της (Αρχ)ιερατικής ταυτότητος. Είναι αξιομνημόνευτο ότι κατά τον μαθητή και βιογράφο του όσιο Νικήτα τον Στηθάτο σε αποκαλυπτικό όραμα εθεάθη ο λειτουργών όσιος Συμεών να φέρει αρχιερατική στολή­σύμβολο του πληρώματος της ιερωσύνης.

Διαβάζουμε λοιπόν στον “Βίον και Πολιτείαν του εν Αγίοις Πατρός ημών Συμεών του νέου Θεολόγου” (§ 31, βλ. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια αρχιμ. Συμεών Π. Κούτσα, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, 1996, σ. 111· βλ. και Φιλοκαλία, Γ΄,  Αθήναι: 1960, σσ. 269­ 270 και ΡG 120, 685CD, κεφ. ρνβ΄):

'Οταν μερικοί τον ρωτούσαν πως πρέπει να είναι ο ιερεύς, απαντούσε απλά, με κατάνυξη και στεναγμούς· “Αλίμονο, αδελφοί, γιατί με ρωτάτε για τέτοια ζητήματα; Το πράγμα είναι φοβερό και να το σκέπεται κανείς. Εγώ είμαι ολότελα ανάξιος για να μαι ιερεύς, εννοώντας πόσο φοβερή είναι η ιερατική αξία. 'Ομως με ασφάλεια ο ταπεινός γνωρίζω, ποιός πρέπει να είναι ο ιερεύς (αναγνώσωμεν, και ο αρχιερεύς). Πρώτα απ’ όλα αγνός, όχι μόνο στο σώμα αλλά πολύ περισσότερο στην ψυχή του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αμέτοχος από κάθε είδους αμαρτία· ταπεινός στο εξωτερικό ήθος και συντετριμμένος στον εσωτερικό του κόσμο. 'Οταν θα στέκεται μπροστά στην αγία Τράπεζα, οφείλει να βλέπει νοερά το Θεό και με τα μάτια του σώματος τα τίμια δώρα· και αυτόν που αόρατα παρίσταται στα δώρα να Τόν κατέχει με ζωντανή επίγνωση στην καρδιά του, για να μπορεί με παρρησία να προσφέρει τις ευχές και να συνομιλεί με το Θεό και Πατέρα σάν φίλος με φίλο και ακατάκριτα να λέει· “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς”. Και τούτο, επειδή θα έχει, με τη χάρη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, ένοικο μέσα του τον αληθινό Θεό και κατά φύση Υιό του Θεού.

Συνεπώς, το ζητούμενον ήθος της ευαγγελικής απλότητος και λιτότητος και ευσεβούς­μή σκανδαλιζούσης συμπεριφοράς συνιστά έκφραση της γνησίας και ολοτελούς και πνευματεμφόρου λατρευτικής ζωής του (Αρχ)ιερέως.

* * *

Η ολοτελής θεία λατρεία (εξ ου και η επωνυμία αρχιερεύς) δεν αποτελεί διδασκόμενη τεχνική, αλλά καρπό ολοτελούς αφοσιώσεως στον Θεό. Το προσωπικό παράδειγμα του ισαξίου των τριών Μεγάλων Ιεραρχών αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αποτελεί εν προκειμένω το ευγλωττότερο “κήρυγμα” περί της θεαρέστου προετοιμασίας και αναδοχής του μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού χαρίσματος και αξιώματος και λειτουργήματος.

Τα κατορθώματα της ποιμαντορίας του υπήρξαν αρίστη καρποφορία της ησυχαστικής προασκήσεως και θεουργίας του, όπως κυριολεκτών τα διαζωγραφίζει άριστα ο όνομα και πράγμα άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πρώτος βιογράφος του, (κατά τη μετάφραση του οσίου Αθανασίου του Παρίου (βλ. Ιερομονάχου Αθανασίου του Παρίου Ο 'Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Βίος αξιοθαύμαστος) και ο Αντίπαπας (αγώνες υπερθαύμαστοι, ηρωϊκά παλαίσματα και υπερφυή κατορθώματα του εν αγίοις πατρός ημών ΜΑΡΚΟΥ του Ευγενικού), εκδόσειςΟρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη: 1981, σσ. 181­187).

'Οτι εκείνος κατορθώνοντας πάσαν αρετήν, και πρακτικήν και θεωρητικήν, καθώς ανωτέρω το είπα και το απέδειξα, τόσον πολλά επρόκοψε, και εις τα καθόλου και εις τα κατά μέρος άπαντα, ώστε οπού όχι μόνον τους ιερούς όρους και κανόνας εκείνους, υπέρ πάντα άλλον, με όλην την ακρότητα εφύλαξεν, ωσάν να ήτον ασώματος, και υπέρ άνθρωπον, αλλά και αυτός ο ίδιος εχρημάτισεν εις τους μεταγενεστέρους του και στάθμη εν ταυτώ και κανών όλων εκείνων των αρετών, με το να απέφευγεν εν ταυτώ και τας υπερβολάς και τας ελλείψεις θαυμασιώτατα… όθεν και άγιος γενόμενος και μέγας και εξαίσιος, και συνδρομή των διαφόρων καλών εις τους εσχάτους και ταπεινούς τούτους καιρούς, ώστε οπού τα κατορθώματα και τα προτερήματα εκείνου να μην ημπορούν να εξισούνται και να παραβάλλωνται ευκόλως με εκείνους οπού ήσαν εις τας ημέρας του ησυχασταί και άγιοι… Πρώτον, ότι με υπερβολήν ήτον πράος και ταπεινός κατά την ψυχήν· δεύτερον, ότι εφύλαττε πάντοτε τον εαυτόν του ανώτερον από κάθε οργήν και έχθραν…· τρίτον, ότι δεν εδέχετο ευκόλως τα απλώς και ως έτυχε κατά τινων λαλούμενα·…· τέταρτον, ότι προς τους υπερέχοντας όχι μόνον ελεύθερον εφύλαττε το φρόνημα της ψυχής του και πάσης δουλοπρεπούς κολακείας ανώτερον, αλλά πολλάκις και εις μερικούς ευρίσκετο στερρός και αντίτυπος, μη παραχωρώντας εις τα παράνομα·… Πέμπτον, προς τους ταπεινούς ήτον ταπεινός, προνοητικός και καθ’ υπερβολήν ήμερος και φιλάνθρωπος· έκτον, εις τους πειρασμούς ήτον καρτερικός και ανίκητος…· έβδομον, ότι προς πάσαν ηδονήν ανθρωπίνην της τε ψυχής και του σώματος παντάπασιν ήτον ανένδοτος και αδούλωτος…· όγδοον… την άκραν ησυχίαν και γαλήνην και χαράν της ψυχής του…· (ένατον) να είναι πάντοτε και σύννους· και πάντοτε έδειχνεν ανταμωμένα το χαρωπόν ήθος με την κατάνυξιν και την νήψιν·…· ποτέ (δέκατον) δεν έλειπεν από τους οφθαλμούς του και το παράδοξον εκείνο και υπερφυσικόν ρεύμα των δακρύων… Αφίνω να λέγω τώρα κατά μέρος τα όσα έλεγον περί αυτού, εν τη Βασιλευούση ταύτη Πόλει, οι σοφοί και σπουδαίοι με εξαίσιον θαυμασμόν, οι πρώτοι δηλαδή των αρχιερέων και οι εκλεκτότεροι της συγκλήτου, και οι λογιώτεροι και θεωρητικώτεροι από τους μοναστάς και ησυχαστάς, οι οποίοι κοινώς τον ωνόμαζον και οίκον κάθε λογής σοφίας, και προστάτην της Χριστού Εκκλησίας, και πρόμαχον της ευσεβείας, και των θείων δογμάτων διδάσκαλον, και οδηγόν εις όλα τα κάλλιστα… και ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν ήτον ελλιπέστερος και κατώτερος αυτός από τους κορυφαίους των Θεολόγων Πατέρων, αλλά κατά πάντα ήτον και κοινωνός και σύμφωνος και ομόψυχος και συναγωνιστής εκείνων…

'Οτι η μεγάλη και θεουργός του παναγίου Πνεύματος χάρις, οπού ενοίκησεν εις αυτόν, όλας μεν τας δυνάμεις της ψυχής του ετελείωσε και τας εθέωσε κοινώς, και κατά πάσας τον ανέδιξε θείον κατά αλήθειαν, και εξαίσιον άνθρωπον, παρά κανένα άλλον εις τας ημέρας του, πλήν κατ’ εξαίρετον αυτή οικειοποιήθη το διανοητικόν του μέρος, και με την δύναμιν αυτήν ηνώθη περισσότερον…

'Οθεν και φωτιζόμενος από αυτήν, εμάνθανε τους λόγους των νοερών τε και νοητών, όχι εξ ακοής και με διδασκαλικήν και τεχνικήν παράδοσιν, καθώς τα παραλαμβάνομεν ημείς οι άλλοι, αλλά κατά θείον και υψηλόν τρόπον, τουτέστι φωτιζόμενος, καθώς είπα και εμπνεόμενος άνωθεν, καθώς οι εν ουρανοίς άγγελοι, και οι σεπτοί Προφήται και θεολόγοι…

'Ολα αυτά τα στοιχεία της πνευματικής του “ιδιοσυστασίας” συνιστούν το μόνο υγιές υπόστρωμα της ζητουμένης ποιμαντικής απλότητος και λιτότητος και προστασίας, την όντως “ανώτερη σφαίρα πνευματικότητος” που έθεσε ως αναπόδραστο χρέος μας ο Μακαριώτατος στο εν θέματι απόσπασμα της εισαγωγικής Ομιλίας του.

Χωρίς την πληρότητα της θεοφορουμένης πίστεως και του εγχριστωμένου ήθους(4), η οποιαδήποτε προσπάθεια επιδείξεως λιτότητος και ολιγαρκείας και ποιμαντικής δράσεως και πνευματικότητος θα αποτελεί συγκυριακή απομίμηση μάλλον παρά γνησιότητα αρετής· οπότε και τα διά της τοιαύτης διαγωγής ποιμαντικά εγχειρήματα, αντί να οδηγούν εις Χριστόν και να ενεργούν την πνευματική θεραπεία και ενθέωση των πιστών, θα αποπροσανατολίζουν σε εκκοσμικευμένους στόχους, αλλοτρίους της θεοκοινωνίας, την οποίαν επαγγέλλεται και για την οποία υφίσταται η Αγία μας Εκκλησία.

* * *

Τήν σημασία και το εύρος της πνευματικής εξαρτύσεως του Επισκόπου καταστρώνει και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο περιώνυμο “Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, της τε φαντασίας του νοός και της καρδίας, και ποίαί εισιν αι οικείαι του νοός ηδοναί”, κατ’ απαίτηση και προς όφελος του εξαδέλφου του επισκόπου Ευρίπου και έπειτα Ιωαννίνων Ιεροθέου (εκδόσεις Ο 'Αγιος Νικόδημος, Αθήναι: α.χ.). Ολόκληρο το βιβλίο αποτελεί τον άριστο πνευματικό αλείπτη για κάθε Επίσκοπο και γενικότερα για κάθε κληρικό· είναι αδύνατον στα διαθέσιμα όρια της παρούσης εισηγήσεως να παραθέσουμε έστω και σχεδιάγραμμα του περιεχομένου του. Πάντως, το γεγονός ότι ένας Επίσκοπος κατέφυγε στις θεοφώτιστες συμβουλές του εξαδέλφου του Μοναχού Νικοδήμου, ασκουμένου τότε στη νήσο Σκυροπούλα και γράψαντος με μεγάλη ταπείνωση και εξ υπακοής προς το πρόσωπο του αιτήσαντος, αποτελεί παράδειγμα του ιερού αμφοτέρων ζήλου, της θεοφιλούς αμφοτέρων διαθέσεως και της βαθειάς αμφοτέρων ταπεινοφροσύνης. Εμμέσως δε και εμείς διδασκόμεθα ότι δεν είναι καθόλου υποτιμητικό για τον Επίσκοπο να ζητεί την αρωγή θεοφωτίστων Γερόντων, δεδομένης της μεγάλης ευθύνης την οποία έχουμε αναδεχθή. Μέσα από τον πληθωρικώς μεστό λόγο και τον υπομνηματισμό του Οσίου αρυόμεθα τον αναγκαίο πνευματικό καθρέπτη για την δική μας “ανατομία αυτογνωσίας”.

 

ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μετά από όλα αυτά, παρέλκει να επιμείνουμε με παραθέματα διδαχής και άλλων θεοφόρων Πατέρων (τ.έ. απλανών διδασκάλων) περί (Αρχ)ιερωσύνης, προκειμένου να θεμελιωθή η αναγκαιότητα μιάς βαθειάς εξομολογητικής, κατανυκτικής, ταπεινοφρονούσης αυτοκριτικής ως προς την επισκοπική μας ταυτότητα και ευσυνειδησία.

Στήν ομιλία του Μακαριωτάτου έγινε λόγος περί αυτοκριτικής με ζητούμενα την ανώτερη πνευματικότητα, τη λιτότητα, ολιγάρκεια, φροντίδα των πτωχών κ.λπ. Αφορμώμενοι απ’ αυτήν και συλλογιζόμενοι πάνω στο σκεπτικό και τις προτάσεις της, διαπιστώσαμε ότι η Αποστολική και Πατερική παράδοση όλα τα προεκτεθέντα τα θεωρεί απαράβατους όρους της επισκοπικής ιδιότητος, αυτονόητα στοιχεία της επισκοπικής ταυτότητος.

Θα ηδύνατο κάποιος να ισχυρισθή ότι ουδείς εξ ημών των Επισκόπων αμφιβάλλει για τα ανωτέρω και ότι, κατά τα μέτρα των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, έκαστος αγωνίζεται ευόρκως στην εκπλήρωση του χρέους του.

'Αν αυτό στοιχεί με ανενδοίαστη υπακοή στα Αποστολικά και τα Πατερικά πρότυπα (τά οποία διά της θεοπνεύστου Παυλείου γραφίδος είμεθα εντεταλμένοι “σκοπείν”—εξετάζειν), τότε έχει καλώς.

'Αν όμως με τον ισχυρισμό αυτό ουσιαστικά προβάλλουμε την αντίληψη πως μέσα από το θρησκευτικό στοχασμό και συναισθηματισμό, μέσα από την (μή καθαρθείσα από πάσης εγωκεντρικότητος) δράση μας εκτελούμε ευόρκως το επισκοπικό μας καθήκον, τότε βεβαίως δεν ευρισκόμεθα στην Αποστολο­Πατερική γραμμή, ενδεχομένως δε και να αυθαιρετούμε, λίαν επιζημίως για την Εκκλησία.

 

ΓΕΝΝΑΙΟΤΕΡΗ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ

Ανυπερθέτως, λοιπόν, οφείλουμε να επανεύρουμε ή ακριβέστερα να ενεργοποιήσουμε την μη απολεσθείσα παράδοση της αγιωσύνης. Και γεννάται ο ακόλουθος προβληματισμός:

Καταρχήν, αυτό ουδείς εξ ημών δύναται να το επιβάλει διά της βίας. 'Αλλωστε και αυτός ο Κύριος δεν εξαναγκάζει σε αγιασμό. Ο 'Ιδιος είπε: Υμείς εστε το άλας της γής· εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται; Εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων (Ματθ. ε΄, 13). Ο λόγος είναι διαπιστωτικός, όχι καταναγκαστικός. Και πάλι, στην Αποκάλυψη ο 'Ιδιος απευθυνόμενος στους Επισκόπους επισημαίνει τις αναπόδραστες συνέπειες είτε της υποστολής του ζήλου και της αμελείας είτε της θεόφρονος επισκοπικής ζωής. Μέσα από τους ελέγχους και τις ρηματικές προειδοποιήσεις προσκαλεί σε ανάνηψη και μετάνοια, χωρίς ωστόσο να εξαναγκάζει · εκείνο το “ει δε μή…”, επειδή είναι προειδοποίηση πειθούς, αφήνει περιθώριο ακόμη και στους ολιγωρούντας να αμελήσουν, μέχρι όμως τον καιρό του εσχατολογικού θερισμού· ζήτημα ελευθέρας επιλογής με εσχατολογικές συνέπειες.

Ωστόσο, η θεόσδοτη και μη αναιρέσιμη ελευθερία ουδόλως αμνηστεύει την ολιγωρία και ραθυμία και έκπτωση του “πρώτου ζήλου”. Ο Επίσκοπος “κεφαλήν έχει” και οφείλει παν ό,τι πράττει να συμφωνεί με το θέλημα του Θεού.

Επειδή ο αρχιερεύς κεφαλή ην του λαού, έδει δε τον πάντων κεφαλήν γινόμενον έχειν κατά κεφαλής την εξουσίαν· απολελυμένη γαρ αυθεντία αφόρητός εστιν· έχουσα δε επικείμενον το σύνθεμα της δεσποτείας, υπό νόμον άγεται· κελεύει ουν την κεφαλήν μη είναι γυμνήν, αλλά κεκαλυμμένην, ίνα μάθη η κεφαλή του λαού, ότι κεφαλήν έχει. Διά τούτο και εν τη Εκκλησία εν ταις χειροτονίαις των ιερέων το Ευαγγέλιον του Χριστού επί κεφαλής τίθεται, ίνα μάθη ο χειροτονούμενος, ότι την αληθινήν του Ευαγγελίου τιάραν λαμβάνει· και ίνα μάθη, ότι ει και πάντων εστί κεφαλή, αλλ’ υπό τούτους πράττει τους νόμους, πάντων κρατών και τω νόμω κρατούμενος, πάντα λογοθετών, και υπό του λόγου νομοθετούμενος. Διά τούτο γενναίoς τις των αρχαίων, Ιγνάτιος δε ην όνομα αυτώ, ούτος ιερωσύνη και μαρτυρία διαπρέψας, επιστέλλων τινι ιερεί έλεγε· Μηδέν άνευ γνώμης σου γινέσθω, μηδέ συ άνευ γνώμης Θεού τι πράττε. Το τοίνυν έχειν τον αρχιερέα το Ευαγγέλιον, σημείόν εστι το υπ’ εξουσίαν είναι (ι. Χρυσοστόμου (;), Εις το ότι Παλαιάς και Καινής Διαθήκης…, 4, ΡG 56, 403 εξ.).

Και πάλι: Λύχνος μεν του σώματός εστιν ο οφθαλμός, λύχνος δε της Εκκλησίας επίσκοπος· ανάγκη τοίνυν, ώσπερ εκείνου καθαρώς μεν έχοντος ορθώς άγεσθαι και το σώμα, μη καθαρού δε τυγχάνοντος, ουκ ορθώς, αύτη δη τω προστάτη της Εκκλησίας, οποτέρως αν έχη πάντως ή συνδιακινδυνεύειν ή συνδιασώζεσθαι (αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή 41,  ΡG  37, 84).

Εφόσον διαβεβαιώνει πρώτα και έπειτα εύχεται υπέρ του ποιμνίου —ως ο κατ’ εξοχήν προεξάρχων της ευχαριστιακής συνάξεως— “Σοί παρακατατιθέμεθα την ζωήν ημών άπασαν και την ελπίδα, Δέσποτα, και παρακαλούμέν σε και δεόμεθα και ικετεύομεν…”, οφείλει δι’ όλου του βίου με αίσθηση καρδίας να εμπιστεύεται και να έχει απολύτως παρατεθειμένη την ζωή του στον Δεσπότη (κυρίαρχο) Χριστό. Μόνον έτσι δύναται ο Επίσκοπος να εμπνεύσει στους υπ’ αυτόν την θέαση και διακονία της ιερωσύνης ως λειτουργίας υπευθύνου και όχι αρχής ανεξετάστου (πρβλ. αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Απολογητικός…, ένθ.αν., § 8).

Διότι τα αναφερόμενα περί ημών ισχύουν αναλογικά και για τους Πρεσβυτέρους οι οποίοι συμποιμαίνουν και για τους Διακόνους οι οποίοι συνδιακονούν μεθ’ ημών εαυτούς και τον λαό του Θεού προς σωτηρίαν(5). “Σωτηρία” μια στερεότυπη λέξη που ενίοτε την προφέρουμε και την εννοούμε ως αυτονόητη επιβράβευση της (Αρχ)ιερατικής μας ιδιότητος. 'Ομως, το τι και το πως οικειώσεως της σωτηρίας είναι προδιαγεγραμμένα από τις λεγόμενες ποιμαντικές επιστολές του απ. Παύλου. Κατά δε την απόφανση του ι. Χρυσοστόμου, οι ποιμένες δυσκολότερα σωζόμεθα ή μάλλον οι περισσότεροι εξ ημών απολλύμεθα!

 

ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΕΡΑ ΜΕΤΡΑ ΑΞΙΑΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ

Και τι δέον γενέσθαι; Αυτές τις άγιες επιταγές θα τις έχουμε προς περιοδικό έλεγχό μας, απλά και μόνο για να ταπεινοφρονούμε; 'Η μήπως οφείλουμε να λάβουμε γενναιότερα μέτρα ως προς την προστασία των δικαιωμάτων της Εκκλησίας, των δικαιωμάτων του ζώντος Θεού; Η Κυριακή παραβολή περί του νέου οίνου και των ασκών μας παρέχει άριστο παραβολικό παράδειγμα για το δέον. Βάλλωμεν, λοιπόν, οίνον νέον εις ασκούς καινούς, και αμφότεροι συντηρούνται (Ματθ. θ΄, 17)!

Κατά την ταπεινή μας γνώμη, μετά από αυτοκριτική βάσανο επί τη βάσει των προεκτεθέντων, πέρα από την (θεωρητικώς θεμιτή και ζητουμένη) αλληλο­οικοδομή(6) μας όχι βέβαια με τα λεγόμενα εκκλησιαστικά κουτσομπολιά(7), καλούμεθα να λάβουμε δραστικότερα μέτρα. Συγκεκριμένα να προβλέψουμε ασφαλιστικές δικλείδες και εν τοις πράγμασι να εμπνεύσουμε στους μεθ’ ημάς, στους διαδόχους μας της επισκοπικής και ποιμαντικής διαδοχής, πλείονα ζήλο αγιωσύνης από τον ενυπάρχοντα σε μάς. Νά λάβουμε όσο εξαρτάται από μας τέτοια μέτρα, ώστε να αναδεικνύονται κατά το ανθρωπίνως δυνατόν όχι απλώς οι κατά κόσμον αξιότεροι (πτυχία, διδακτορικά, ξένες γλώσσες, κοινωνικές σχέσεις κ.τ.ό.), αλλ’ οι στοιχούντες στην παράδοση της αγιωσύνης ή όσοι τουλάχιστον θα μαθητεύουν σ’ αυτήν την παράδοση. Αυτό το τελευταίο δυνάμεθα να το απαιτήσουμε ως προϋπόθεση επιλογής των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων και με κάποια διαδικασία να το ελέγξουμε ως απαραίτητο “τυπικό” προσόν.

Μη μας διαφεύγει της προσοχής ότι, καθώς μετέχουμε της εκλογικής διαδικασίας και της χειροτονίας των αναδεικνυομένων “εις τύπον και τόπον Χριστού”, έχουμε τεράστια ευθύνη έναντι του Χριστού πως και ποίους προετοιμάζουμε διά της Εκκλησίας, προβάλλουμε, εκλέγουμε και χειροτονούμε. 'Οπως ο Επίσκοπος —κατά τον ιερό Χρυσόστομο— έχει ευθύνη για την ενδεχόμενη εκτροπή των υπ’ αυτού χειροτονουμένων Πρεσβυτέρων και Διακόνων, ασφαλώς οι πάντες δεν είμεθα άμοιροι αλληλεγγύως ευθυνών και για την ενδεχόμενη περίπτωση της εκτροπής των εκλεγομένων Συνεπισκόπων. Ουδείς εξ ημών αμνηστεύεται, καθότι οι πάντες αλληλεγγύως αποδεχόμεθα και ασπασίως χρησιμοποιούμε το ισχύον σύστημα αναδείξεως Επισκόπων.

Αλλά τότε ποιός δύναται να εκφύγει από το κρίμα κάθε ενδεχόμενης εκτροπής των εκλεγομένων και χειροτονουμένων; Η απάντηση ευρίσκεται στο λόγο του Αποστόλου προς τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας στη Μίλητο:

Μαρτύρομαι υμίν εν τη σήμερον ημέρα ότι καθαρός εγώ από του αίματος πάντων· ου γαρ υπεστειλάμην του μη αναγγείλαι υμίν πάσαν την βουλήν του Θεού. Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το 'Αγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Θεού, ην περιεποιήσατο διά του ιδίου αίματος…

Διό γρηγορείτε, μνημονεύοντες ότι τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον. Και νυν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού τω δυναμένω εποικοδομήσαι… (Πράξ. κ΄, 26­28 και 31­32).

Ο απ. Παύλος, αφού πρώτα ο ίδιος έπραξε παν το οφειλόμενο, στη συνέχεια εμπιστεύεται δι’ ευχής το μέλλον στα χέρια του Θεού και στην προσοχή των ιδίων! Κατά μίμησιν εκείνου, ως μέτοχοι αποστολικής διαδοχής, ας πράξουμε κι εμείς παν το οφειλόμενον.

* * *

--- Πώς λοιπόν ένας μελλοντικός Επίσκοπος θα (γίνει, ώστε νά) είναι άλας της γής;

--- Πώς θα διασφαλισθή αυτό μέσα από την προηγούμενη εκκλησιαστική αγωγή του;

--- Μέ τι λογής παιδεία χρειάζεται να καταρτισθή;

--- Ακόμη, πως η Ιεραρχία, θα ελέγξει το ήθος και την συμπεριφορά των Κληρικών, και πως θα προχωρεί στην καλύτερη κάθε φορά εκλογή των Επισκόπων;

 

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ

Σέ γενικές γραμμές, το εφαρμοζόμενο σύστημα προβλέπει τυπικά προσόντα ως εάν επρόκειτο να αναδειχθούν απλώς όργανα διοικήσεως Ν.Π.Δ.Δ. και όχι προεστώτες της εκκλησιαστικής και ευχαριστιακής κοινότητος, αναδεχόμενοι το τριπλό του Κυρίου αξίωμα ως έμψυχοι εικόνες Του. Εναπόκειται στην (υποτιθέμενη) καθαρμένη, φωτισμένη και αγιασμένη προαίρεσή μας να ανακαλύψει τα ουσιαστικά προσόντα που απαιτεί το γράμμα και κυρίως το πνεύμα των Ι. Κανόνων.

Κατά τους Οικουμενικούς Πατέρες και Διδασκάλους, τους παθόντας και μαθόντας τα θεία, το τέλειο θα ήταν να εκλέγονται οι “θεούμενοι” ή έστω οι “πεφωτισμένοι” ή έστω τέλος οι “κεκαθαρμένοι”. Αυτό είναι το πάντοτε ζητούμενο. 'Ομως, αυτό προϋποθέτει ανάλογη πνευματική κατάσταση και στους εκλέκτορες και επιπλέον δεν είναι αντικειμενικώς ελέγξιμο και διαπιστώσιμο. Η Εκκλησία μας με τους ι. Κανόνες προέβλεψε το ελάχιστο. Π.χ. με τον Β΄ Κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου η Εκκλησία προϋπονοούσα την λοιπή πνευματική εξάρτυση ορίζει τα εξής:

Πάντα τον προάγεσθαι μέλλοντα εις τον της επισκοπής βαθμόν, πάντως τον ψαλτήρα γινώσκειν, ίνα ως εκ τούτου, και πάντα τον κατ’ αυτόν κλήρον ούτω νουθετή μυείσθαι. Ανακρίνεσθαι δε ασφαλώς υπό του μητροπολίτου, ει προθύμως έχει αναγινώσκειν ερευνητικώς και ου παροδευτικώς, τους τε ιερούς κανόνας και το άγιον Ευαγγέλιον, την τε του θείου Αποστόλου βίβλον, και πάσαν την θείαν Γραφήν· και κατά τα θεία εντάλματα αναστρέφεσθαι, και διδάσκειν τον κατ’ αυτόν λαόν. Ουσία γαρ της καθ’ ημάς ιεραρχίας εστί τα θεοπαράδοτα λόγια, ήγουν η των θείων Γραφών αληθινή επιστήμη, καθώς ο μέγας απεφήνατο Διονύσιος. Ει δε αμφισβητοίη, και μη ασμενίζοι ούτω ποιείν τε και διδάσκειν, μη χειροτονείσθω (ΠΗΔΑΛΙΟΝ…, παρ’ Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου μοναχού, ανατύπωση, ΑΣΤΗΡ, Αθήνα: 1970, σ. 323).(8)

Αφορμώμενος από τον ως άνω Κανόνα, γράφει ο άγιος Νικόδημος σε υποσημείωση: Και η ρκγ΄ (123η) του Ιουστινιανού Νεαρά προστάζει, ότι ο μέλλων γίνεσθαι Αρχιερεύς να διδάσκεται τρεις μήνας τας θείας Γραφάς και τους ιερούς Κανόνας, ο δε μη τοιουτοτρόπως χειροτονηθείς να καθήρεται, και ο χειροτονήσας αυτόν να αργήται· επειδή είναι πράγμα αισχρόν και παράλογον να διδάσκεται μετά την χειροτονίαν από άλλους, εκείνος οπού χρεωστεί να διδάσκη τους άλλους.

“Αναγινώσκειν ερευνητικώς και ου παροδευτικώς τους ι. Κανόνας και πάσαν την Αγ. Γραφήν”, “κατά τα θεία εντάλματα ασμένως ποιείν και διδάσκειν”: ιδού οι αντικειμενικώς ελέγξιμες προϋποθέσεις, οι οποίες τουλάχιστον διασφαλίζουν το μη μικροίς σταθμοίς ταλαντεύειν την αρετήν, αλλά τω μεγίστω, και παρ’ ου τα πάντα, και εις ον τα πάντα χρεωστουμένην, δηλαδή να μη ζυγίζουν την αρετή με μικρά σταθμά, αλλά με το μεγαλύτερο, με εκείνο από τον Οποίο δημιουργήθηκαν τα πάντα και στον Οποίο χρεωστεί η αρετή τα πάντα (αγ. Γρηγορίου, ένθ.αν., § 14).

 

ΤΡΟΠΟΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΜΩΝ

Ευλαβώς λοιπόν προτείνεται να επανεύρουμε την αρχαιότερη τάξη (όχι απλώς της αγαμίας, αλλά καί) της μοναχικής προελεύσεως των αναδεικνυομένων Επισκόπων, από την οποία σήμερα κρατούμε μόνον το γράμμα.

— Πέραν της τυπικής Πανεπιστημιακής ή και λοιπής εκπαιδεύσεως, να προβλέψουμε την έμπρακτη μαθητεία με πραγματική εγκαταβίωση τριών ετών σε Μοναστικά Κοινόβια(9), όπου θα διδαχθούν οι υποψήφιοι την χριστομίμητη και θεοφιλή υπακοή­ταπείνωση, άσκηση­ εγκράτεια, αυταπάρνηση­αγάπη, λιτότητα­αυτάρκεια, αγωνιστικότητα­σύνεση (αιτήματα που θέτει ως προβληματισμό ο Μακαριώτατος στην ομιλία του). Τοιουτοτρόπως ο εκλεκτέος δεν θα κατέχει μόνο στείρες γνώσεις, αλλά και την πράξη της ασκήσεως προς αγιωσύνην. Εν παρόδω να υπενθυμίσουμε ότι για τους αυτούς λόγους είναι απαράδεκτο και Κανονικώς επιλήψιμο να χειροτονούνται νεαρότατοι Ιερομόναχοι και να προάγονται σε Αρχιμανδρίτες, όχι μόνο μη έχοντες μάνδρα, αλλά και εκτός μάνδρας εγκαταβιούντες με όσες νοσηρές επιπτώσεις και ψυχοφθόρους κινδύνους αυτό συνεπάγεται.

— Νά θεσμοθετηθή επίσης υποχρεωτική τριετής ή πενταετής εκκλησιαστική διακονία στην επαρχία, η οποία και χρείαν στελεχών έχει και δοκιμάζει αξιοπιστότερα την μη ευκόλως κρυπτομένην αρετή ή ελλειμματικότητα των διακονούντων. Τοιουτοτρόπως θα εκλείψει το φαινόμενο οι εξ ορισμού τελείως αφιερούμενοι στον Θεό, τ.έ. οι ιερομόναχοι, να συνωθούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπερ εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους και συνιστά το πλέον απρόσφορο κλίμα για την μίμηση των υψηλών Αποστολικών και Πατερικών προτύπων.

— Ακολούθως, οι προτεινόμενοι από τον οικείο Ποιμενάρχη κατάλληλοι προς προαγωγήν να παρακολουθούν κατά ευρύτερες περιφέρειες (Θεσσαλονίκη­Αθήνα) ενιαύσιο ειδικό Πρόγραμμα Επιμορφώσεως(10) από διαπρεπείς ειδικευμένους σε θεολογικές μελέτες Κληρικούς. Βεβαίως, η ενδεχόμενη θεσμοθέτηση ενός τοιούτου μέτρου θέλει πάρα πολλή προσοχή, καλή προετοιμασία και ιδιαίτερη φροντίδα, ώστε οι υποψήφιοι Κληρικοί να μαθητεύουν ουσιαστικά και μόνο στην Ορθόδοξη Πνευματικότητα, τ.έ. στην Ορθόδοξη Δογματική και Εκκλησιολογία και Βιβλική (!) Θεολογία και Κανονικό Δίκαιο και Πατρολογία όχι ως ψιλές θεολογικές γνώσεις, αλλά από μια ειδική σκοπιά: ως οδούς θεοκοινωνίας και τέχνη πνευματικού πολέμου με στόχο την διά της καθάρσεως και του φωτισμού θέωση(11).

Και για να διασφαλισθή ένα τέτοιο εγχείρημα από κάθε εκτροπή σε μια νέα γνωσιοθεωρητική διαδικασία, ίσως θα έπρεπε να επιλεγή η σε βάθος μελέτη της θεολογικής προπαιδείας (πρακτικής και θεωρητικής εμπειρίας) και της θεολογικής μεθοδολογίας των Μεγάλων Πατέρων διαχρονικά και η εξ αυτής εμπνευσθείσα και τροφοδοτηθείσα ποιμαντική τους πράξη. Το “σύν πάσι τοις Αγίοις” είναι το μοναδικό κλειδί που εγγυάται δι’ ημάς την είσοδο στον Πατρικό Οίκο και την πρόσβαση στον πλούτο της χρηστότητος του Κυρίου.

— Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος επιμορφώσεως να εξετάζονται από Συνοδική Επιτροπή προφορικώς μεν στην (ερμηνευτική και ου παροδευτική) γνώση της Αγίας Γραφής, των ι. Κανόνων, ενδεικτικώς μερικών Πατέρων, σε ζητήματα λειτουργικής ζωής και ποιμαντικής τέχνης, και γραπτώς με την σύνταξη ενός κηρύγματος επί συναφών θεμάτων.

— Τέλος, να εμφανίζονται ενώπιον της Συνόδου και να ερωτώνται με αντίστοιχα ερωτήματα, ώστε οι εκλέκτορες Ιεράρχες να έχουν άμεση επικοινωνία με τους εκλογίμους και να κρίνουν αξιοπιστότερα το φρόνημα και την παρουσία τους. Εκ παραλλήλου να ανακοινώνεται από άμβωνος και να δημοσιεύεται η υποψηφιότητά τους στον Τύπο (εκκλησιαστικό και κοσμικό) όλων των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών στις οποίες προϋπηρέτησαν, για ενδεχόμενες ενστάσεις (διασφαλιζομένων βεβαίως όλων των προϋποθέσεων αξιοπιστίας).

— Μετά από όλη αυτή την δοκιμασία να εγγράφονται στον κατάλογο των εκλογίμων. Μία τοιαύτη εγγραφή θα αποτελεί σπουδαίο γεγονός, αναγνωρίσεως της μέχρι τούδε ευδοκιμήσεως των υποψηφίων, ακόμη κι αν δεν αναδειχθούν Επίσκοποι. Το ισχύον σύστημα εγγραφής στον κατάλογο των εκλογίμων αποτελεί μια γραφειοκρατική υπηρεσιακή διαδικασία, μάλλον τυπική και ανούσια, διά της οποίας σχεδόν οι πάντες εγγράφονται, μη αξιολογούμενοι από το εκλεκτορικό σώμα της Συνόδου.

 

ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ

Οι ανωτέρω προτάσεις αφορούν την διαδικασία αξιολογήσεως των υποψηφίων προς εγγραφή στον κατάλογο των εκλογίμων. Πώς όμως θα γίνεται η εκλογή; Οφείλουμε και σ’ αυτό να ακολουθήσουμε την βαθειά αυτοκριτική αγωνία των Πατέρων που μελετήσαμε προηγουμένως.

Παρενθετικώς και πάλι επικαλούμαι τον εξομολογητικό λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, για να μας πεί: Ηγάπησα τε ομού το Πνεύμα και εφοβήθην· και χρόνου τινός εδεήθην, εις εμαυτόν συστραφείς, εκνήψαι και γενέσθαι της ασφαλεστέρας μοίρας και κρείττονος (Λόγος Θ΄, Απολογητικός εις τον εαυτού πατέρα Γρηγόριον, συμπαρόντος αυτώ Βασιλείου, ηνίκα επίσκοπος εχειροτονήθη Σασίμων, § 3, ένθ. αν. σ. 276). Ο πανέτοιμος Γρηγόριος “ηγάπησέ τε ομού το Πνεύμα και εφοβήθη”, βεβαίως μετά την απρόσμενη εκλογή και χειροτονία του εις Επίσκοπον, αλλά πάντως άξιος και υπεράξιος ων για μια τέτοια εκλογή. Εμείς;

Ο ιερός Χρυσόστομος αναλύοντας τις Πράξεις των Αποστόλων (Ομιλία Γ΄ εις τας Πράξεις, βλ. αν.) αναφέρεται και ερμηνεύει τον τρόπο εκλογής αντικαταστάτου του Ιούδα. 'Ολοι οι εκλέκτορες δεν ήσαν άμοιροι θεουργού εμπειρίας, καθώς ανήκαν στον πρώτο κύκλο των πιστευόντων, Απόστολοι οι ένδεκα και του ευρυτέρου κύκλου, η Παναγία μας, οι άγιες γυναίκες που μαθήτευαν και διακονούσαν τον Κύριο, σύνολο εκατόν είκοσι ψυχές. Και ζητούν όχι απλώς, αλλ’ εξ αποκαλύψεως εκείνον που θα αναπλήρωνε τον όμιλο των Μαθητών! (§ 1). Ο Πέτρος, μολονότι προεξάρχων και έχων την δυνατότητα ο ίδιος να εκλέξει, δεν προβαίνει αφ’ εαυτού στην προβολή του αντικαταστάτου, αλλά ζητεί από το σύνολο των συνηγμένων να προτείνουν δύο υποψηφίους με κριτήριο την συμπαραμονή τους όλα εκείνα τα χρόνια με τον Κύριο και τους λοιπούς Μαθητές (τ.έ. ζύμωση με την ζωή της κοινότητος και όχι απλώς θεωρητική γνώση εκ περιγραφών ή διδαχών). Κι αφού προτάθηκαν δύο, ο Ιούστος και ο Ματθίας, προσευχήθηκαν προς τον Καρδιογνώστη Κύριο, και τότε έρριξαν κλήρο και εξελέγη ο Ματθίας. Μετά απ’ αυτό, σχολιάζει ο ιερός Χρυσόστομος, ούτε ο Ματθίας υπερηφανεύτηκε, καθώς αναλάμβανε να αντιμετωπίσει κινδύνους, ούτε ο μη εκλεγείς Ιούστος δυσανασχέτησε σάν να είχε περιφρονηθή. Γιά να καταλήξει: Τώρα όμως δεν γίνεται έτσι, αλλά τελείως αντίθετα!

'Ισως, πρέπει να παραδειγματισθούμε από τέτοια πρότυπα. Και ενδεχομένως να επανεξετάσουμε και τον τρόπο διενέργειας των εκλογών. Ο Επίσκοπος (καί ο προς Αρχιερατείαν εκλόγιμος και κάθε Κληρικός), ακόμη και στην εκκοσμικευμένη εποχή μας, οφείλει να είναι “μάρτυς της Αναστάσεως”, διαγγελεύς μιάς ζωής που καταφάσκει το παρόν με την προοπτική την εσχατολογική, μιάς ζωής και μιάς κληροδοσίας ΑγιοΠνευματικής που δεν του ανήκει, αλλά της ανήκει, υπέρ της οποίας καλείται να αναλαμβάνει μεγάλους κινδύνους.

Πώς εξέλεξαν οι Απόστολοι, οι συνεργούντες τω Θεώ κατά Παύλον με συγκεκριμένο υψηλόφρονα βίο και πολιτεία; (βλ. Β΄ Κορ. κεφ. ς΄).

Πώς ίσως θα έπρεπε να εκλέγουμε εμείς; Μήπως μετά από νηστεία και εκτενή προσευχή; Μήπως με εκλογή τριπροσώπου από τους κατά τα ανωτέρω εκλογίμους και ακολούθως με κλήρωση του ενός διά χειρός του ιερουργήσαντος Ιεράρχου;

Διότι, αν οι Απόστολοι και ο κύκλος των πρώτων Μαθητών, αυτόπτες του Κυρίου και εξ εμπειρίας μάρτυρες της Αναστάσεώς Του (βλ. Α΄ Κορ. ις΄, 5: “…επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς”), συνδύασαν την εκλογή και την κλήρωση μετά από προσευχή, ώστε να προκριθή ον ο Καρδιογνώστης εξέλεξε, εμείς οι εξ ακοής βεβαιόπιστοι πως επαναπαυόμεθα με την κατά κανόνα εκλογή του εκάστοτε προανηγγελμένου και προεγνωσμένου; Είναι κατ’ ευδοκίαν Θεού η εκλογή ή κατ’ ανοχήν και παραχώρηση;(12) Αυτό κανείς από μας δεν δύναται να το προεξοφλήσει. Δυνάμεθα όμως να θέσουμε ασφαλιστικές δικλείδες. Μέ το σημερινό σύστημα εκλογής Επισκόπων δυστυχώς “περιορίζουμε” την κατ’ ευδοκίαν ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και αυξάνουμε την δική μας επιρροή, με αποτέλεσμα να αναπαράγουμε τους εαυτούς μας, αναδεικνυόμενοι και αναδεικνύοντες εις Επισκόπους κατά παραχώρηση ή ανοχή του Θεού. Το προτεινόμενο μέτρο (ήτοι ο συνδυασμός εκλογής και κληρώσεως) διασφαλίζει κατά πληρέστερο τρόπο και το ανεπηρέαστο της εκλογής από ανθρώπινους υπολογισμούς καί, κατά συνέπεια, το απρόβλεπτο, στο οποίο θα ενεργεί η ευδοκία του Θεού. Επιπλέον, αποτρέπεται και ο κατακερματισμός της Ιεραρχίας σε ομάδες…

* * *

Τα ανωτέρω ίσως φανή ότι εισάγουν “καινοτομίες” στα της Ελλαδικής Εκκλησίας. 'Ομως, ερείδονται σε μια ουσιαστική προβληματική και συνιστούν μια γενναία και ρεαλιστική απάντηση στην απαίτηση της Αγίας μας Παραδόσεως (τών Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων) ως επίσης και στην αγωνία κλήρου και λαού για την ανάδειξη αγίων Επισκόπων. 'Εναντι αυτών γιατί να μην αγωνιούμε και να μην αγωνισθούμε, ώστε να αναδειχθούν τέτοιοι διάδοχοί μας που να έχουν την άγια τόλμη ενός Γρηγορίου Θεολόγου, ώστε να επικαλεσθούν υπέρ εαυτών την μαρτυρία του Θεού:

Εάν είμαι άξιος για σάς οι οποίοι με χρίετε και δι’ Εκείνον χάριν του οποίου και στο όνομα του οποίου χρίομαι, αυτό το γνωρίζει ο Πατήρ του αληθινού και πραγματικού Χριστού, τον οποίο έχρισε έλαιον αγαλλιάσεως υπέρ τους μετόχους, χρίσας την ανθρωπότητα διά της θεότητος (Λόγος Ι΄, Εις εαυτόν και εις τον πατέρα και Βασίλειον τον μέγαν μετά την επάνοδον εκ φυγής, § 4).

'Ολα αυτά τίθενται ευλαβώς υπό την κρίση των Επισκοπικών συνειδήσεων συμπάσης της Σεπτής Ιεραρχίας. 'Οσο για μάς, επιλέγοντες, επιγράφουμε στην δική μας κατάσταση ό,τι αναφέρει περί εαυτού ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον προειρημένο Β΄ Λόγο του (Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής ένεκεν… § 51): Γιά μας είναι μέγα ακόμη και το να κυβερνώμεθα και να υποτασσώμεθα πρόθυμα σ’ εκείνους οι οποίοι έχουν ταχθή να διορθώνουν και να κατευθύνουν αυτά τα πράγματα.

Και αυτοί είναι οι την Σεπτή Ιεραρχία συγκροτούντες “επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν”.(13)

 

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1.Από τα Καινοδιαθηκικά πρότυπα ποιμαντικής διακονίας, το υπόδειγμα του Αποστόλου Παύλου επιλέγει και επικαλείται ο πολύς και υψιπέτης ποιητής 'Αγιος Πατήρ, Γρηγόριος ο Θεολόγος με μακρά λεπτομερή απαρίθμηση όλων των στοιχείων του αποστολικού του ζήλου και κόπου, στον περίφημο “Απολογητικόν της εις τον Πόντον φυγής ένεκεν, και αύθις επανόδου εκείθεν μετά την του πρεσβυτέρου χειροτονίαν, εν ω τι το της ιερωσύνης επάγγελμα” (§§ 52­56, ΕΠΕ 18, Γρηγορίου Θεολόγου 'Εργα, τ. 1, Θεσσαλονίκη: 1975, σσ. 138­147).

2. Πτερώσαι ψυχήν, αρπάσαι κόσμου και δούναι Θεώ, και το κατ’ εικόνα ή μένον τηρήσαι, ή κινδυνεύον χειραγωγήσαι, ή διαρρυέν ανασώσασθαι, εισοικίσαι τε τον Χριστόν εν ταις καρδίαις διά του Πνεύματος· και το κεφάλαιον, Θεόν ποιήσαι, και της άνω μακαριότητος, τον της άνω συντάξεως.

3. Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι· σοφισθήναι, και ούτω σοφίσαι· γενέσθαι φώς, και φωτίσαι· εγγίσαι Θεώ, και προσαγαγείν άλλους· αγιασθήναι, και αγιάσαι…

4. Σέ μια θαυμάσια Εισήγησή του με τίτλο “Το ποιμαντικόν έργον του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά” ο Καθηγούμενος της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου Αρχιμ. Γεώργιος παρουσιάζει τον βίο και την πολιτεία του Μεγάλου αυτού Πατρός ως Ιερομονάχου και Επισκόπου από ποιμαντικής σκοπιάς υπό τις ενότητες α) αντιμετώπιση αιρέσεων, β) καθοδήγηση του ποιμνίου για την επίτευξη της πράξεως, γ) στηλιτεύων την ασπλαγχνία και κοινωνική αδικία, δ) ποιμήν ειρηνοποιός, ε) άλλοι τρόποι διαποιμάνσεως, στ) η προσωπική θέωση προϋπόθεση της ασκουμένης υπ’ αυτού ποιμαντικής της θεώσεως. Και μόνοι οι τίτλοι των ενοτήτων επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω σημειούμενα περί των προϋποθέσεων ασκήσεως ποιμαντικού έργου εποικοδομούντος και μη σκανδαλίζοντος τους πιστους (βλ. Αρχιμ. Γεωργίου, Ο 'Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκαλος της θεώσεως, εκδ. Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, 'Αγιον 'Ορος: 2000, σσ. 67­88).

5. Γράφει ο Πρωτοπρ.­Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης: Εις το κέντρον επομένως της αποστολικής διαδοχής δεν είναι μόνον η αδιάκοπος από τους αποστόλους διαδοχική χειροτονία, αλλά και η αληθής δογματική διδασκαλία και πράξις και θεωρία περί της πνευματικής εν Χριστώ ζωής, ήτις είναι “ο καρπός” της καθάρσεως και του φωτισμού και “ο πολύς καρπός” της θεώσεως. Η διακοπή της παραδόσεως της θεώσεως σημαίνει αποκοπήν από την αποστολικήν διαδοχήν, δηλαδή από την μέθεξιν του μυστηρίου του σταυρού και της αναστάσεως, και συνεπάγεται πτώσιν εκ της χάριτος και αληθείας. Μία τρανή ένδειξις της διακοπής της αποστολικής διαδοχής είναι η απουσία και κυρίως η καταπολέμησις της υπάρξεως και προσκυνήσεως των αγίων και των αγίων εικόνων και λειψάνων αυτών ως και η απουσία των ενεργουμένων δι’ αυτών θαυμάτων, ως συμβαίνει τόσον, και σκανδαλωδώς μάλιστα, σαφώς εις τον προτεσταντισμόν. Η εν προκειμένω πράξις και διδασκαλία της φραγκοπαπικής παραδόσεως δεν βασίζεται επί της παραδόσεως της Θεώσεως και ως εκ τούτου ευρίσκεται εκτός της Ιεράς Παραδόσεως… Εις τα εντός της σφαίρας των αμέσων λειτουργημάτων και αρμοδιοτήτων της η Εκκλησία έχει ως γνώμονα και κανόνα την οδήγησιν των πιστών διά της καθάρσεως και του φωτισμού εις την θέωσιν. Ο μόνος και μοναδικός σκοπός της υπάρξεως της Εκκλησίας είναι η προετοιμασία των πιστών διά την ημέραν του Κυρίου (Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α΄, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη: 1981, σσ. 153­154).

6. Πρός επίρρωση του λόγου δύναται κανείς να μελετήσει την επιστολή του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου προς τον άγιο Πολύκαρπο ή την αλληλογραφία των αγίων Πατέρων με Συνεπισκόπους μέχρι και το ειδικό Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, για να διαπιστώσει πόση αγωνία διακατείχε τους αγίους Επισκόπους για την αλληλο­οικοδομή και αλληλο­ϋποστήριξη και αλληλο­βοήθεια ως προς τα καίρια ζητήματα της σωτηρίας του ποιμνίου και εαυτών. Θεωρούσαν υποχρέωσή τους να προτρέπει ο ένας τον άλλο και να ζητεί ο καθένας τις συμβουλές του άλλου Πατρός.

7. Βλ. σχετικά του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου τον “Απολογητικό της εις τον Πόντον φυγής ένεκεν…”, § 80: Τηρούμεν δε τας αλλήλων αμαρτίας, ουχ ίνα θρηνήσωμεν, αλλ’ ίνα ονειδίσωμεν· ουδ’ ίνα θεραπεύσωμεν, αλλ’ ίνα προσπλήξωμεν, και απολογίαν έχωμεν των ημετέρων κακών τα των πλησίον τραύματα. Κακούς δε και αγαθούς ουχ ο τρόπος, αλλ’ η διάστασις και η φιλία χαρακτηρίζει (τούς μεν φίλους μας θεωρούμε “καλούς”, τους δε μη φίλους “κακούς”, ανεξάρτητα από τον τρόπο τους!)· και α σήμερον επαινούμεν, αύριον εκακίσαμεν· και α παρ’ άλλοις στηλιτεύεται, παρ’ ημίν θαυμάζεται· και πάντα συγχωρείται προθύμως τω ασεβεί. Ούτω την κακίαν εσμέν μεγαλόψυχοι (ένθ. αν. σ. 174).

8. Βλ. και τον ΚΔ΄ της εν Καρθαγένη (ένθ. αν. σ. 475), που ορίζει την υποχρέωση των χειροτονούντων να διδάσκουν επισταμένως επί τρεις μήνες τους χειροτονηθησομένους Επισκόπους και γενικώς Κληρικούς.

9. Πόσο σημαντικό για την πνευματική κατάρτιση του αγάμου Κληρικού είναι αυτό παρέλκει να το τονίσουμε. Ωστόσο θα επικαλεσθούμε μια μαρτυρία ενός συγχρόνου αγίου Γέροντος και χαρισματικού θεολόγου, του μακαριστού αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ. Στό προσφάτως κυκλοφορηθέν βιβλίο της Δήμητρας Β. Δαβίτη Αναμνήσεις από τον ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ του ΕΣΣΕΞ, ΑΘΩΣ: 19992, σ. 97, διαβάζουμε: Τότε σκέφθηκα να γίνω μοναχός, όμως που και πως δεν είχα ιδέα. 'Ημουν Ρώσος εμιγκρέ­ πρόσφυγας στη Γαλλία. Εκεί υπήρχαν πολλοί Ρώσοι, οι οποίοι ίδρυσαν το Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου. Σκέφθηκα πώς, για να γίνω μοναχός, θα πρέπει πρώτα να μάθω κάτι για τον μοναχισμό και αποφάσισα να πάω στον 'Αγιο Σέργιο. Πήγα χωρίς χρονοτριβή, γράφτηκα και φοίτησα ένα χρόνο, οπότε —είπα— έμαθα αρκετά, θα πάω στο 'Αγιον 'Ορος. Γιά να μας πεί αργότερα: “Στό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, όλοι μιλούσαν για Θεό, αλλά Θεό δεν είδα, ενώ όταν πήγα στο 'Αγιον 'Ορος, κανείς δεν μιλούσε για Θεό και όλα έδειχναν τον Θεό”.

10. Αυτό άλλωστε δεν προϋποθέτει και ο αμέσως ανωτέρω μνημονευθείς Β΄ Κανών της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου; Βεβαίως, θα ηδύνατο κάποιος να αντείπει ότι η πρόβλεψη του συγκεκριμένου Κανόνος καλύπτεται από το τυπικό προσόν του πανεπιστημιακού πτυχίου, καθότι στις Θεολογικές Σχολές διδάσκεται και εξετάζεται η ερμηνεία της Αγίας Γραφής και το Κανονικό Δίκαιο. Οφείλουμε όμως εν ειλικρινεία να τονίσουμε ότι η ακαδημαϊκή γνώση των πτυχιούχων δεν ανταποκρίνεται στις προβλέψεις του ιερού Κανόνος. 'Οταν και οι πτυχιούχοι των Στρατιωτικών Σχολών μαθητεύουν στη Σχολή Πολέμου και οι καθηγητές μετεκπαιδεύονται στο Διδασκαλείο Μ.Ε., προκειμένου να είναι επιλέξιμοι για προαγωγή, εμείς πως επαναπαυόμεθα στο κυριολεκτικώς τυπικότατο προσόν ενός πτυχίου;

11. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, περί του οποίου πάντως είχε λεχθή κατά την αποφοιτήρια διάλεξή του ενώπιον του Αυτοκράτορος ότι θα τον επαινούσε και ο ίδιος ο Αριστοτέλης για την σπάνια επίδοση στη φιλοσοφία, μας δίνει θεοφωτίστως το μέτρο της Ορθοδόξου διακρίσεως και αξιολογήσεως των θεολογικών γνώσεων. Γράφει ο 'Αγιος: …η περί του Θεού και των δι’ αυτόν δογμάτων γνώση είναι θεωρία, και αυτό το ονομάζουμε θεολογία· επίσης, η χρήση και η κίνηση των δυνάμεων της ψυχής και των μελών του σώματος κατά φύσιν προκαλεί αναμόρφωση της λογικής εικόνος· όμως αυτή η αναμόρφωση δεν είναι η τέλεια ευπρέπεια της άνωθεν ευγενείας μας ούτε η υπερφυσική ένωση προς το υπέρφωτο φώς, από την οποία και μόνη προέρχεται και η ασφαλής θεολόγηση και η κατά φύσιν στάση και κίνηση των εντός μας δυνάμεων ψυχής και σώματος… (Υπέρ ησυχαζόντων, 1, 3, §15, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 2, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη: 1982, σ. 183). Μια έγνοια πρέπει να μας συνέχει, το πως και το τι θα διδάσκουμε και θα διδασκόμεθα όχι “θύραθεν”, αλλ’ “είσω των ημετέρων όρων”. Και επ’ αυτού, σε άλλη περίπτωση θα γράψει ο 'Αγιός μας: Τα του Παλαμά λοιπόν πως δεν θα είναι δεκτά, αφού είναι σύμφωνα με τους παλαιούς θεολόγους και με τον Θεό των θεολόγων…; (Τω οσιωτάτω εν ιερομονάχοις και εμοί εν Κυρίω φιλτάτω και αδελφώ και πατρί και δεσπότη τω όντως Φιλοθέω, § 6, ένθ.αν. τ. 4, σ. 497).

12. Η ευδοκία αντιστοιχεί προς το "Προηγούμενο θέλημα του Θεού", και η παραχώρηση αντιστοιχεί προς το "Επόμενο θέλημα του Θεού" κατά την παλαιοτέρα θεολογική ορολογία. Στήν "ευδοκία" έχουμε το θέλημα του Θεού σάν απόλυτο προσδιοριστικό παράγοντα, ενώ στην "παραχώρηση" το θέλημα του Θεού υποχωρεί προ του θελήματος του ανθρώπου. 'Ο,τι κάνει ο άνθρωπος "κατ’ ευδοκίαν του Θεού" τον αγιάζει και τον οδηγεί στη σωτηρία του. 'Ο,τι κάνει "κατά παραχώρηση του Θεού" τον οδηγεί ή στη δοκιμασία ή στην απώλεια της σωτηρίας του. Η θέση αυτή είναι πολύ σημαντική για τον προσδιορισμό των πράξεών μας. Πρέπει να ξέρουμε ότι όταν ο Θεός παραχωρεί —επιτρέπει— να πάρουμε εμείς το δικό μας δρόμο, αυτό σημαίνει ότι υποχωρεί μπροστά στην ασέβειά μας, αλλά δεν μας καταστρέφει, γιατί από την αγάπη Του για μας προσπαθεί να μας σώσει και μέσα στην εφαρμογή των σχεδίων μας. "Ου θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν" 'Εξοδ. 33, 11. Ο άγιος άνθρωπος έχει βγεί από το κύκλωμα της "κατά παραχώρηση" ζωής. Ζεί μέσα στην ευδοκία του Θεού, ζεί "εν Χριστώ". Ο Ιησούς ενσαρκώνει κάθε είδος ευδοκίας του Θεού­Πατέρα για τον άνθρωπο. (Αββά Δωροθέου, 'Εργα Ασκητικά, εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Καρέας: 1983, σσ. 338, υποσ. 11).

13. Επ’ αυτού βλ. Γουμενίσσης Δημητρίου Πρός αλλοίωση της ορθοδόξου εκκλησιολογίας; (Γουμένισσα: 1999, σσ. 14—23, ένθα και βιβλιογραφία): Μόνο με το δέος του λειτουργικού “Πρόσχωμεν” μπορούμε να προσεγγίσουμε και να διακυβερνήσουμε τα της Εκκλησίας πράγματα, ρυθμιζόμενα κατά την εαυτής διαιώνια αυτοσυνειδησία, αποτυπωμένη στην διδαχή και οροθεσία των θεοφόρων Πατέρων “εν Ιησού Χριστού γνώμη”. Δεν υπάρχει άλλη οδός επιλύσεως των εκκλησιαστικών προβλημάτων από την εκκλησιολογική συνέπεια, την οποία ανυπερθέτως οφείλουμε να υπηρετούμε ως τελικό στόχο είτε διά της διαρκούς ακριβείας είτε διά της προς ώραν οικονομίας. Η εξουσία του Επισκόπου δεν είναι ακέφαλη, ώστε να αυθαιρετεί. Και η διαγνώμη των Συνόδων δεν μπορεί να είναι απροϋπόθετη και να ασυδοτεί… Και αν αυτό ισχύει για την διακυβέρνηση των της οικείας Επισκοπής υποθέσεων, πόσο μάλλον για την συμμετοχή εκάστου ημών των Επισκόπων ως εκφραστού και συγκεφαλαιωτού της αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στις Συνόδους; Πολύ περισσότερο σ’ αυτήν την υψηλή και ευθυνοφόρο αποστολή μας οφείλουμε “μηδέν άνευ του Θεού πράττειν ή διαβουλεύεσθαι”. 'Αλλωστε σ’ αυτό θεμελιώνεται η ενότητα εν ταυτότητι των Επισκόπων, της οποίας τέλεια έκφραση είναι η Συνοδική διαγνώμη και ταυτοφωνία “εν Ιησού Χριστού γνώμη”. «Οι της Εκκλησίας προϊστάμενοι, οις άπας ο κόσμος εμπεπίστευται, φυλάττουσιν αγρύπνως την αποστολικήν παράδοσιν μαρτυρούντες ημίν ότι πάντες τηρούσι μίαν και την αυτήν πίστιν… τα αυτά πνευματικά χαρίσματα… χρώνται τοις αυτοίς νόμοις…» (αγίου Ειρηναίου επ. Λουγδούνου, Κατά Αιρέσεων V, 20, 1).

Πάνω